Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ γεννήθηκε σαν σήμερα στις 27 Ιανουαρίου 1756 στο Ζάλτσμπουργκ.
Το 1778, ο 21χρονος Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ερωτεύτηκε για πρώτη φορά.
Η εκλεκτή της καρδιά του ήταν η Αλοϊσια Γουέμπερ, κόρης της οικογένειες που φιλοξενούσε το νεαρό μουσικό στο Μάνχαϊμ.
Η οικογένεια Γουέμπερ ήταν εξαιρετικά μουσικόφιλοι και η Αλοΐσια ήταν καταπληκτική σοπράνο. Ήταν όμορφη, καλλιεργημένη και με υπέροχη φωνή που μπορούσε να ακολουθήσει τα πολύπλοκα κομμάτια που συνέθετε ο Μότσαρτ για εκείνη.
Ήταν αναμφίβολα ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι.
Ο Βολφγκανγκ έγραψε στον πατέρα του, λίγο καιρό μετα τη γνωριμία του με την Αλοΐσια. Τον ενημέρωνε με περίσσιο ενθουσιασμό ότι σκόπευε να φύγει στην Ιταλία με τη μελλοντική σύζυγό του, όπου θα ζούσαν από τη μουσική του.
Ο Βόλφγκανγκ θα συνέθετε όπερες και η Αλοΐσια θα τραγουδούσε. To σχέδιο, σύμφωνα με το νεαρό Μόρτσαρτ, ήταν αδύνατο να αποτύχει.
Αλοΐσια Γουέμπερ
Ο πατέρας του, Λέοπολντ, δε συμφωνούσε. Ήταν η πρώτη φορά που ο γιος του άφηνε την οικογενειακή “φωλιά” και ο Λέοπολντ ήταν σίγουρος, ότι η υπερβολική ελευθερία τον είχε κάνει παράτολμο.
Πίστευε ότι η Αλοΐσια τον παρέσυρε στην ακολασία και ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν καταστροφικό για την καριέρα του γιου του. Ο Λέοπολντ απαιτούσε απ” το γιο του να ξεχάσεις τις ανοησίες και τους έρωτες και να συνεχίσει το ταξίδι του στο Παρίσι, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Κατά συνέπεια του απαγόρευε να παντρευτεί την Αλοΐσια.
Ο Βόλφγκανγκ υπάκουσε, με βαριά καρδιά. Άφησε πίσω την καλλίφωνη αγαπημένη του και πήρε το δρόμο για το Παρίσι, όπου θα κορύφωνε την καριέρα του. Ο πατέρας του, που λειτουργούσε ακριβώς όπως ένας σύγχρονος μάνατζερ, μπορούσε να ηρεμήσει. Το ασυναγώνιστο ταλέντο του γιου του, δε θα χαραμιζόταν σε μια τυχαία δεσποινίδα.
Ο Λέοπολντ Μότσαρτ παίζει βιολί, ενώ ο ταλαντούχος γιος του Βόλφγκανγκ είναι στο πιάνο.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Βόλφγκανγκ και η Αλοΐσια συναντήθηκαν τυχαία στο Μόναχο.
O Μότσαρτ προσπάθησε να ανανεώσει τη σχέση τους, αλλά η Αλοΐσια τον αγνόησε επιδεικτικά.
Σύμφωνα με τη βιογραφία του Μότσαρτ που έγραψε ο Τζορτζ Νικολάους βον Νίσεν, που παντρεύτηκε τη σύζυγο του Μότσαρτ μετά το θάνατο του συνθέτη, η Αλοΐσια “παρίστανε ότι δεν τον ήξερε, αυτόν για τον οποίον έκλαιγε γοερά μέχρι πριν λίγο καιρό.”
Ο Βόλφγκανγκ δεν πτοήθηκε καθόλου. Σύμφωνα με τον Νίσεν, έκατσε στο πιάνο και τραγούδησε με δυνατή φωνή: “Αυτή που δε με θέλει, μπορεί να φιλήσει τον πισινό μου”.
Έτσι έληξε το ερωτικό ειδύλλιο του νεαρού Μότσαρτ και της Αλοΐσια Γουέμπερ. Σειρά τώρα είχε, η μικρότερη αδερφή της.
Μότσαρτ και Κονστάντζα
Το 1781, ο Μότσαρτ βρέθηκε στη Βιέννη. Εκεί είχαν μετακομίσει και οι Γουέμπερ και ασφαλώς προσέφεραν φιλοξενία στο συνθέτη. Ο Βόλφγκανγκ βρέθηκε και πάλι ανάμεσα στις αδερφές Γουέμπερ. Η Αλοΐσια ήταν νιόπαντρη και δεν έδωσε καμία σημασία στον παλιό αγαπημένο της.
Στο “στόχαστρο” του συνθέτη βρέθηκε η μικρότερη αδερφή της, τη 19χρονη Κονστάντζα.
Κωνστάντζα Μότσαρτ
Ο Βόλφγκανγκ περιέγραψε τη κοπέλα στον πατέρα του χωρίς φοβερό ενθουσιασμό: “Έχει όμορφα μαύρα μάτια και ένα χαριτωμένο σώμα. Δεν είναι η πιο έξυπνη ούτε η πιο διαβασμένη. Είναι ώριμη, μετρημένη και έχει την πιο καλή καρδιά στον κόσμο. Με αγαπάει και την αγαπώ”.
Το ζευγάρι έμενε μαζί ήδη μία εδβομάδα, ενέργεια που είχε προκαλέσει φοβερές αντιδράσεις. Η μητέρα της Κονστάντζα ανάγκασε τον Βόλγκανγκ να υποσχεθεί ότι αν δεν παντρευτεί την κόρη της μέσα σε τρία χρόνια, θα της έδινε 300 χρυσά νομίσματα κάθε χρόνο μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ο Λέοπολντ, ο πατέρας του Μότσαρτ, έγινε τόσο έξαλλος που αρνήθηκε να δώσει την ευχή του για το γάμο. Τελικά ο Βόλφγκανγκ νομιμοποίησε τη σχέση του με τη Κονστάντζα και ο πατέρας του αναγκάστηκε να το δεχτεί. Έστειλε τις ευχές του σε γράμμα, λίγες μέρες μετά το γάμο.
Παντρεύτηκαν στις 4 Αυγούστου του 1782. Ο Βόλφγκανγκ και η Κονστάντζα απέκτησαν έξι παιδιά, απ” τα οποία έζησαν μόνο δύο. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τα συνεχή ταξίδια του Βόλγκανγκ, το ζευγάρι υπήρξε πολύ ευτυχισμένο.
Βόλφγκανγκ Μότσαρτ
Έχουν σωθεί γράμματα του συνθέτη προς τη γυναίκα του, που δείχνουν εμφανώς την αγάπη του για εκείνη. Ο Μότσαρτ αρρώστησε βαριά στις 20 Νοεμβρίου του 1791. Πέθανε 10 μέρες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου. Ήταν μόλις 35 ετών. Η Κονστάντζα ήταν δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή.