Όταν ένας φίλος, λάτρης του παλιού καλού post punk, μ’ ενθάρρυνε ν’ ακούσω Sound, ένα συγκρότημα που έχει χαρακτηριστεί ως “the greatest undiscovered British band”, ήμουν κάπως επιφυλακτικός. Αφού ήξερα τους Joy Division και είχα ανακαλύψει και το χρυσωρυχείο των Wire, σκεφτόμουν ότι είχα φτάσει στον προορισμό μου. Τόσο ήξερα…
Από τον Κων/νο Χρυσόγελο
Αποφάσισα να τα πάρω με τη σειρά. Άκουσα τον πρώτο δίσκο τους, “Jeopardy” (1980). Στο πρώτο τραγούδι κοντοστάθηκα: Το είχα ξανακούσει στο ραδιόφωνο και μου άρεσε. Όταν με το καλό ολοκλήρωσα την ακρόαση, ήξερα ότι μόλις είχα ξεθάψει ένα διαμάντι. Στη συνέχεια έμαθα ότι είχαν βγάλει κι ένα EP το 1979, που παρουσίαζε ένα ιδίωμα μεταξύ punk και post punk (παρόμοια η πορεία με τους Joy Division και τους Wire λοιπόν). Κατόπιν ήρθε και το “Propaganda”, ηχογραφημένο κι αυτό το 1979, αλλά χωρίς να δει το φως της δημοσιότητας μέχρι το 1999. Δεύτερο καθαρό διαμάντι. Στο τέλος πήγα και στο “From the lion’s mouth” (1981), το σκοτεινό αριστούργημα των Sound.
Στην πορεία είχα πληροφορηθεί ότι ο mastermind του σχήματος, Adrian Borland αυτοκτόνησε το 1999. Οι ομοιότητες με τους Joy Division πλήθαιναν. Αλλά πέρα από την αναμενόμενη παραδοχή: «Μα γιατί οι Division άφησαν τέτοια παρακαταθήκη, ενώ οι Sound έπεσαν στην ανυποληψία;», σταδιακά κατάφερα να τοποθετήσω τους δεύτερους στη χορεία των σπουδαίων post punk συγκροτημάτων.
Έτσι οι Sound είχαν καταφέρει να μου κινήσουν το ενδιαφέρον πολλαπλώς: Πρώτον, με είχαν συγκινήσει. Δεύτερον, συγκλονίσει. Τρίτον, μου συμπλήρωσαν την εικόνα μιας εποχής κατά την οποία κυκλοφορούσε ο ένα φοβερός δίσκος μετά τον άλλο.
Σήμερα θα μπορούσαν να κεντρίσουν την προσοχή μας όσο ποτέ άλλοτε.