Στην εικοσαετή μουσική του διαδρομή έγραψε μερικά από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια, συνεργαζόμενος με τους στιχουργούς Γιάννη Νεγρεπόντη, Φώντα Λάδη, Μανώλη Ραούλη, Δημήτρη Χριστοδούλου και Λευτέρη Παπαδόπουλο, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1965 και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Τα τραγούδια του, γεμάτα λυρισμό και τρυφερότητα, ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Γιάννης Καλατζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Δήμητρα Γαλάνη.
«Στην Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα απ’ το δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής.
Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί δικής του κατασκευής με το οποίο έπαιζε μ’ ένα δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς.
Ώσπου μια μέρα ο πατέρας μου μού αγόρασε ένα απ’ αυτά τα βιολάκια, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του γέρου, πουλούσε τέτοια βιολιά. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που τα ‘φτιάχνε. Ώσπου βρέθηκα μια μέρα μ’ ένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι – δώρο του θείου – μια κιθάρα και μετά αποχτήσαμε και πιάνο. Κόντευα πια να γίνω ένας σπουδαίος μουσικός! Κάπως έτσι άρχισα και βρέθηκα λίγα χρόνια μετά να ξέρω αρκετή μουσική.»
«Ο ερχομός μου στην Ελλάδα το ’55 συμπίπτει με την εμφάνιση του Χατζιδάκι σε δίσκους (Χάρτινο το φεγγαράκι, η Λατέρνα κ.λπ.). Δε θα ξεχάσω τι εντύπωση μου έκαναν εκείνα τα τραγούδια. Εξάλλου, όλη η Ελλάδα έζησε τότε τη γοητεία της μουσικής του Χατζιδάκι. Τα επόμενα χρόνια άρχισα ν’ ανακαλύπτω το λαϊκό τραγούδι, και αυτό βέβαια συνεχίζεται ακόμα. Γύρω στο ’60, αν θυμάμαι, ανοίγει μια νέα εποχή για την ελληνική μουσική, η εποχή του Θεοδωράκη.
Κι αυτό κρατάει μέχρι σήμερα, και ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει πάρει πια τη μορφή ενός θρύλου, είτε το θέλουμε είτε όχι. Μέσα σ’ όλα αυτά λοιπόν, και σε πολλά άλλα, αναπτύχθηκε και η δική μου μουσική πορεία. Πρωτόγραψα τραγούδια απ’ τα εφηβικά μου χρόνια κι εξακολουθώ να γράφω, κατά κύριο λόγο γιατί αγαπώ το τραγούδι σαν μορφή έκφρασης, σαν μορφή επικοινωνίας και πολιτικής πράξης πολλές φορές.»
«Στην προ της δικτατορίας περίοδο το τραγούδι μας βρισκόταν σε μια προοδευτική εξέλιξη. Εξηγούμαι: έχουμε τόσο πλούσια μουσική και ποιητική παράδοση, ώστε -πιστεύω- οι νεότερες γενιές βρίσκονται σε πολύ προνομιακή θέση, γιατί έχουν όλη τη δυνατότητα να βασιστούνε πάνω της και να προχωράνε. Ο δρόμος (ή, αν θέλεις, ένας δρόμος) είχε χαραχτεί πολύ πετυχημένα από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι.
Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει την εξέλιξη. Γι’ αυτό και βλέπαμε να γεννιέται μια νέα σειρά συνθετών και ποιητών. Γι’ αυτό βλέπαμε -κι αυτό επίσης είναι σημείο ακμής- μια ποικιλία έκφρασης, μια διαφορά ύφους και χαρακτήρα από τον ένα στον άλλο. Γι’ αυτό βλέπαμε να συνυπάρχουν απ’ το γνήσιο ερωτικό τραγούδι μέχρι το πολιτικό, απ’ τη σάτιρα μέχρι το έπος.
Η διάθεση, όμως, που κυριαρχούσε στα τραγούδια μας ήταν διάθεση αγωνιστική, όπως αγωνιστικό ήταν το φρόνημα της νεολαίας – της νεολαίας που δίνει εκείνο τον παλμό, εκείνο το ειδικό βάρος μέσα σε μια κοινωνία (φαινόμενο παγκόσμιο, άλλωστε, αφού κι έξω οργιάζει το τραγούδι διαμαρτυρίας).
Αυτή λοιπόν η διάθεση, αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του τραγουδιού μας, που το έκανε να ‘ναι τόσο αγαπημένο απ’ τον κόσμο, κόπηκε απότομα από τη δικτατορία. Ανέκαθεν το τραγούδι ενοχλούσε την Πολιτεία, γι’ αυτό και η λογοκρισία υπήρχε ανέκαθεν κι εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει.
Όμως η δικτατορία το φοβήθηκε ακόμα περισσότερο και το απαγόρευσε· δεν ανεχόταν ούτε καν τον πιο αθώο συμβολισμό (π.χ. την ενοχλούσε το «Όταν λευτερωθεί η Κρήτη»).
Όμως η οργή, ο πόνος, η απόφαση να σταθούμε όρθιοι, πολλές φορές έφεραν το αποτέλεσμα τους και στο τραγούδι. Πολλοί -ο καθένας με το μπόι του- κράτησαν γερά. Τώρα, για την περίοδο που διανύουμε από την απελευθέρωση και μετά, έχω να πω πως, απ’ ότι ξέρω, δεν κόβονται τραγούδια από την επιτροπή λογοκρισίας. Υπάρχει όμως η λογοκρισία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που είναι και τα πιο πλατιά μέσα ενημέρωσης».
Ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Μάνου Λοΐζου στον Δημήτρη Γκιώνη, με αφορμή το δίσκο Τα τραγούδια του δρόμου. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1975 στο περιοδικό Τετράδιο.
Πηγή: www.musicpaper.gr