Λαϊκές κιθάρες που κατασκεύασαν έλληνες οργανοποιοί από τις αρχές του αιώνα, μοναδικά κομμάτια η κάθε μια, συλλέγει ο Κωστής Μαντζιάρης στη Θεσσαλονίκη. Στολισμένες με όστρακα, φέροντας ταμπελάκι ή πυρογραφίες με το όνομα του μερακλή μάστορα, η κάθε κιθάρα από τις 30 που διαθέτει στη συλλογή του, απηχεί τη δική της ιστορία στο ρεμπέτικο, όπου δέσποζε στο πάλκο του. Οι κιθάρες, μάλιστα, του κ.Μαντζιάρη-οδοντιάτρου στο επάγγελμα- δεν στολίζουν μόνο τους… τοίχους του σπιτιού του, αλλά τις παραχωρεί σε μουσικούς διαφόρων σχημάτων καθώς διαθέτουν ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα λόγω της κατασκευής και της παλαιότητάς τους. «Οι κιθάρες πρέπει να παίζονται, δεν είναι μουσειακό είδος» ξεκαθαρίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συλλέκτης, ο οποίος έχει πρωταρχική μέριμνα τη διάσωση της λαϊκής κιθάρας.
Στην κατεύθυνση αυτή, τα όργανα που έχει στην κατοχή του, αφού τα αναπαλαιώσει σε εξειδικευμένους τεχνίτες, τα παραχωρεί για να αντιγράψουν τα καλούπια τους και να τα βελτιώσουν σε σύγχρονες κατασκευές. Η συλλογή του κ.Μαντζιάρη απαριθμεί 30 κιθάρες ελλήνων κατασκευαστών, με την παλαιότερη να χρονολογείται περίπου στο 1890 και τις νεώτερες στη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για κιθάρες που χρησιμοποιήθηκαν στα ρεμπέτικα και στα λαϊκά τραγούδια και έχουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που με τα χρόνια έχουν χαθεί. «Κι αυτό», εξηγεί, «γιατί εξυπηρετούσαν ανάγκες που δεν υπάρχουν πια σε έναν οργανοπαίκτη». «Οι κατασκευαστές προσπαθούσαν τότε να φτιάξουν όργανα ιδιαίτερα για να ανταποκριθούν χωρίς την ύπαρξη ρεύματος, σε ορχήστρες μικρές που δεν είχαν πιάνο ή μπάσο, άρα η κιθάρα έπρεπε να παίξει έναν πολύ πιο πλούσιο ρόλο απ΄ότι παίζει σήμερα και αυτή είναι η ιδιαιτερότητά τους».
Εκτός, όμως, από το πλούσιο ηχόχρωμα, οι λαϊκές κιθάρες ξεχώριζαν και από την… εμφάνισή τους: στολισμένες με ταρταρούγες και σεντέφια, έδιναν το στίγμα του οργανοποιού αλλά και του μουσικού που έκανε ειδική παραγγελία την αγαπημένη του κιθάρα. «Επειδή μάλιστα κατασκευάζονταν από “φτωχά” υλικά, όπως ξύλο ελάτης ή καρυδιάς, απαιτούνταν άρτια τεχνική από τους οργανοποιούς για να επιτευχθεί καλό αποτέλεσμα. Η, δε, σημασία της στην κοινωνική ζωή της εποχής, αποτυπώνεται στα… κουρεία του Μεσοπολέμου που είχαν όλα κρεμασμένα στον τοίχο μια κιθάρα για να παίζουν οι πελάτες, οι οποίοι μαζεύονταν στο κατάστημα» επισημαίνει ο κ.Μαντζιάρης. Πλούσια είναι η παράδοση των ελλήνων οργανοποιών, πολλοί από τους οποίους ήταν Μικρασιάτες και μετέφεραν την τέχνη τους στην Ελλάδα μετά το 1922.
«Οι γνωστότεροι είναι περίπου 30, ξεκινάμε από τον Λεωνίδα Γαϊλα που έχουμε καταγραφές ότι έφτιαχνε κιθάρες από το 1810 και μετά, οι Μούρτζινος, Αυγέρης, Καζάκος, Λαζαρίδης, αδερφοί Απαρτιάν». Συλλέκτης εδώ και μια 15ετία, ο κ.Μαντζιάρης, έχει κιθάρες απ΄ όλους σχεδόν τους σημαντικούς έλληνες οργανοποιούς. Αν και, όπως τονίζει, υπάρχουν και άλλοι συλλέκτες, εντούτοις είναι πολύ δύσκολο σ΄αυτό το είδος να μαζέψεις μεγάλο αριθμό γιατί τα περισσότερα όργανα έχουν χαθεί ή έχουν καταστραφεί. «Υπάρχει τώρα μια τάση αναβίωσης της αξίας της λαϊκής κιθάρας και προσπαθούμε να τις βγάλουμε από τα μπαούλα και να τις αναπαλαιώσουμε. Ευτυχώς, άρχισαν πάλι να παίζονται και βλέπουμε παλιές κιθάρες και σε πάλκα αφού επαγγελματίες μουσικοί άρχισαν να τις χρησιμοποιούν και να ξαναζωντανεύουν» τονίζει, κάνοντας έκκληση για μέριμνα και διάσωση αυτού του οργάνου που συντρόφευε τα όνειρα και τους καημούς της ρεμπέτικης ιστορίας μας.
Νατάσα Καραθάνου
ΑΠΕ