Σκληρές επιθέσεις στον Τόμσεν από την κυβέρνηση. “Είναι αρκετά τα μέτρα που λήφθηκαν” λέει η Κομισιόν. Η Μέρκελ λαμβάνει την τελική απόφαση.
Κλίμα… εξόδου του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα διαμορφώνουν Αθήνα και Βρυξέλλες, μετά τη νέα παρέμβαση του Πόουλ Τόμσεν, που ουσιαστικά απαιτεί να «ξηλωθεί» σε πολύ μεγάλο βαθμό η συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού. Τις τελικές αποφάσεις για το ρόλο του Ταμείου θα κληθεί να λάβει η Άνγκελα Μέρκελ, που συναντά την Παρασκευή στο Βερολίνο τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, αλλά και ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις στο ΔΝΤ:
- Ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε σήμερα ότι οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ είναι λανθασμένες ενώ οι πληροφορίες που αναφέρουν οι κ.κ. Τόμσεν και Ομπσφελντ είναι ψευδείς. Κάλεσε το Ταμείο «να μη διαστρεβλώνει την πραγματικότητα», αναφερόμενος στα όσα έγραψαν οι δύο αξιωματούχοι περί αποδοχής του στόχου για πλεόνασμα 3,5% από την ελληνική κυβέρνηση. Ο κ. Τζανακόπουλος είπε πως οι δύο αξιωματούχοι του ΔΝΤ αναφέρουν πως το Ταμείο δεν επιθυμεί περαιτέρω λιτότητα και είναι υπέρ πλεονασμάτων 1,5% μετά τη λήξη του προγράμματος, όμως, αυτοαναιρούμενοι, στο άρθρο τους αναφέρουν ότι θα αποδεχτούν τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων για 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα. Η κυβέρνηση επιθυμεί την παραμονή του ΔΝΤ αλλά δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί νέα μέτρα, τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Το Ταμείο οφείλει να επιμείνει στη θέση που έχει εκφράσει ότι είναι αναγκαία η μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα στο 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
- Μιλώντας στην τηλεόραση του “Bloomberg”, ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε ότι μόνο το ΔΝΤ πιστεύει ότι χρειάζονται επιπλέον μέτρα. «Ζούμε σε έναν ασταθή κόσμο και το να παίρνουμε αποφάσεις το 2016 για το 2019 και πέρα δεν είναι αυτό που θα περίμενε ο καθένας. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ μέχρι στιγμής υπήρξαν λανθασμένες, εντυπωσιακά λανθασμένες». Ο κ. Παπαδημητρίου χαρακτήρισε ορισμένες από τις προτάσεις του ΔΝΤ για μεταρρυθμίσεις δογματικές, οι οποίες έχουν αποτύχει εντυπωσιακά σε άλλες χώρες.
Στήριξη από την Κομισιόν
Την ίδια στιγμή, η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Αννίκα Μπράιντχαρτ, κράτησε σαφή απόσταση στη σημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων από το ΔΝΤ, υπογραμμίζοντας ότι δεν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα, καθώς είναι επαρκή όσα ήδη έχουν ληφθεί ή συμφωνηθεί μεταξύ Αθήνας και Θεσμών.
Ουσιαστικά, οι θέσεις Αθήνας και Βρυξελλών σηματοδοτούν την κοινή αντίληψη που έχει διαμορφωθεί ότι το ΔΝΤ, εφόσον επιμένει στο «ξήλωμα» της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού και στην πρόωρη νομοθέτηση μέτρων για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, θα πρέπει να αποχωρήσει από το πρόγραμμα.
Είναι απορίας άξιον, μάλιστα, πώς μπορεί να συνεχίσει η Ντέλια Βελκουλέσκου να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις που άρχισαν σήμερα μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και Θεσμών, όταν η διαπραγματευτική ατζέντα που διαμόρφωσε ο Π. Τόμσεν κινείται σε χαοτική απόσταση από το πλαίσιο των συζητήσεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και ευρωπαϊκών Θεσμών.
Επιπλέον, όπως έχει τονίσει το sofokleousin σε πρόσφατο δημοσίευμά του, το Ταμείο αναμένεται να δημοσιοποιήσει στις 22 Δεκεμβρίου την έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που θα είναι αρνητική και δεν αφήνει περιθώρια για να συζητηθεί ένα νέο πρόγραμμα του Ταμείου στην Ελλάδα από το συμβούλιο του διεθνούς οργανισμού.
Τον τελευταίο λόγο για την αποχώρηση ή μη του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα, αναμφίβολα θα έχει η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, που συναντά την Παρασκευή στο Βερολίνο τον Αλέξη Τσίπρα.
Η κ. Μέρκελ καλείται να επιλέξει ανάμεσα στη σημερινή γερμανική θέση υπέρ της συμμετοχής του Ταμείου, που κινδυνεύει να οδηγήσει σε αδιέξοδο το ελληνικό πρόγραμμα, και στην αποχώρηση του ΔΝΤ, την οποία θα κληθεί να υπερασπισθεί στο εσωτερικό της ακροατήριο και έναντι των βουλευτών του κόμματός της, υφιστάμενη σοβαρό πολιτικό κόστος.
Η ελληνική πλευρά ελπίζει ότι η κ. Μέρκελ θα αντιμετωπίσει το θέμα με ρεαλισμό και θα επιλέξει να αποφύγει μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, καθώς το «δόγμα Σόιμπλε», σύμφωνα με το οποίο το Ταμείο θα πρέπει να μείνει στο πρόγραμμα, παρότι η Γερμανία δεν ικανοποιεί την απαίτησή του για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, φαίνεται πλέον από τις εξελίξεις ότι έχει διαψευσθεί.