Δυόμισι ώρες δρόμος από τον Βαρδάρη, βγαίνεις Εγνατία, περνάς τα τούνελ του Μετσόβου κι όταν δεις την πινακίδα, είκοσι χιλιόμετρα πριν τα Γιάννενα, κόβεις δεξιά. Στο καφενείο του Κώστα, στο Πάτερο. Είκοσι μόνιμοι κάτοικοι όλοι κι όλοι, σπίτια λιθόκτιστα, μέρος ξεχασμένο και άγνωστο, χωριό έρημο, δρόμος κακοτράχαλος, σήμανση υποτυπώδης, κοντά μισή ώρα από τα Γιάννενα. Βόρεια Τζουμέρκα. Τα βλέπουμε απέναντί μας. Όρη απόκρημνα και δύσβατα, Μονολίθι, Ελληνικό, Φορτόσι, Καλέντζι, σε αυτό το σύμπλεγμα ανήκει το Πάτερο, οικισμοί που δεν τους υμνούν οι τουριστικοί οδηγοί, δεν διαθέτουν το μάρκετινγκ και την ανάπτυξη των Ζαγοροχωριών. Ούτε είναι δαφνοστεφανωμένοι young and restless προορισμοί όπως τα Μαστοροχώρια, που τα προτιμούν οι εναλλακτικοί και οι ψαγμένοι.
Γκρίζες πέτρες και πράσινα αιωνόβια δέντρα, σχεδόν ακούω το γρασίδι να μεγαλώνει και τα χιόνια των απέναντι κορυφών να λιώνουν και να κατρακυλούν για τον Αράχθο. Εκρηκτική, πολύχρωμη, μεγαλειώδης άνοιξη. Βόρεια Τζουμέρκα, για μας τους Θεσσαλονικιούς πλανήτης άγνωστος, πίσω στο χωριό Πάτερο, η μέρα είναι ηλιόλουστη, το τσίπουρο εξαίσιο, μαλακό, ευγενικό, με ρυθμισμένα γράδα, στο τραπέζι μας λαχανόπιτες, ζυμαρόπιτες, φασόλια, τηγανητές μελιτζάνες και κρέατα ψημένα όσο πρέπει. Το καφενείο του Κώστα πέρα από εντευκτήριο για τους ντόπιους είναι μπακάλικο αλλά και ταχυδρομείο, ανοίγει τα Σαββατοκύριακα, αφού ο ιδιοκτήτης του τις καθημερινές ζει και εργάζεται στα Γιάννενα.
Η Έλενα Κ., λίγο αργότερα, καθώς βολτάρουμε στα καλντερίμια του χωριού, μας δείχνει ένα καταφύγιο όπου για μέρες κρυβόταν ο Βελουχιώτης. Κι ας ανήκαν οι νοικοκύρηδές του στην «απέναντι» παράταξη. Αυτή μας έκανε την πρόσκληση, το «ορίστε», εδώ μεγάλωσε, σε ένα σπίτι υπόδειγμα τοπικής αρχιτεκτονικής, με πηγάδι-στέρνα που μαζεύει τα νερά των βροχών, με ένα λεπτοδουλεμένο κομψοτέχνημα ρόπτρο στην ξύλινη βαριά εξώπορτα, που μαρτυρά παρελθόν και ανθρώπους που έζησαν αλλιώς.
Δεν είμαι από αυτούς που μόλις βγουν από την πόλη και τα γυάλινα κτίρια, τις πολύβουες λεωφόρους και τα καυσαέρια παθαίνουν «βουκολισμό» και παραληρούν με την αγνότητα, συνήθως έντεχνα ενορχηστρωμένη για να εξαργυρωθεί σε ξενώνες υψηλού σέρβις που ειδικεύονται στο να «αποπλανούν» ψυχές της urbania. Μου πάνε οι μητροπόλεις, τις αγαπώ, στα καμένα οκτάνια και το θόρυβο από τις κόρνες, στις λαμπερές μαρκίζες και τους φωτεινούς σηματοδότες, εκπαιδεύτηκα να διαβάζω σινιάλα και ποίηση ύψιστου πάθους, όμως εδώ, στο Πάτερο, στα Βόρεια Τζουμέρκα, πιάνω τον εαυτό μου να σταθμίζει την πιθανότητα μιας διαβίωσης υπό την υπέρτατη συνθήκη: εσύ, η φύση, η εκκωφαντική σιωπή και η απόσταση από όλους και όλα.
Κατεβαίνουμε στα Γιάννενα. Η νύχτα πέφτει στην πόλη, στα καφέ-μπαρ με θέα τη λίμνη οι άνθρωποι χαίρονται τη, μετά από καιρό επιτέλους, άνετη υπαιθριακή διαβίωση. Παρατηρώ τους δρόμους της παλιάς αγοράς αλλά και τις νεόδμητες γειτονιές. Το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» και το γήπεδο του ΠΑΣ με το σύνθημα «Εδώ είναι Ζωσιμάδες» να φρουρεί την είσοδό του. Αφίσες για το live της Τσαλιγοπούλου, χαζογκράφιτι, το τείχος του Κάστρου, τα καραβάκια που πηγαινοφέρνουν τη μέρα τούς ανθρώπους στο νησάκι, τα κορίτσια που με το πρώτο σκίρτημα της άνοιξης πέταξαν δημοσία τη θέα γάμπες και μπούστα, μερακλίδικες γωνιές που πουλούν σουβλιστές μετσοβίτικες γεύσεις, ξεφυλλίζω το σαββατιάτικο φύλλο του «Ηπειρωτικού Αγώνα»: Αν κάποια περιοχή του νομού Ιωαννίνων δικαιούται χωρίς υπερβολές το χαρακτηρισμό «απομονωμένη» αυτή είναι τα Τζουμέρκα. Η προβληματική οδική σύνδεση κάθε άλλο παρά βοηθά στην τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, η οποία είναι και το μεγάλο ζητούμενο πέραν της κτηνοτροφίας. Ωχ σκέφτομαι, νά την πάλι η ανάπτυξη, οι συσκέψεις των τοπικών φορέων, οι καινοτόμες ιδέες και η τουριστική προβολή. Οι μελέτες, οι δεσμεύσεις, οι συνδέσεις, τα Εθνικά Στρατηγικά Πλαίσια Αναφοράς (you can call me ΕΣΠΑ), οι δομές και οι υποδομές. Ο τίτλος του άρθρου είναι «Τα Τζουμέρκα ψάχνουν το δρόμο τους». Με πρόσβαση ελλιπή, κι ας ενώνουν η Εγνατία και η Ιόνια οδός πλέον την περιοχή με όλη την Ελλάδα – εδώ καλά καλά, όπως διαβάζω, δεν υπάρχει όχι μόνο σωστή οδική σύνδεση, αλλά και ηλεκτροδότηση.
Σκέφτομαι το Πάτερο. Το σκοτάδι που θα τα καταπίνει όλα, το δύσβατο δρόμο, το κοντράστ των επιθυμιών και τη μάχη των οπαδών του αναχωρητισμού και της διαβίωσης σε παρθένους τόπους με τους «αναπτυξάκηδες». Δεν μπορώ να έχω γνώμη, μαγεύτηκα μεν ως περαστικός ταξιδιώτης του ΣΚ από τον ήσυχο ρυθμό και την ακατέργαστη ομορφιά του τόπου, μα δεν μένω μόνιμα εδώ, για να ξέρω πόσο δύσκολα και στενά είναι από πλευράς ορίζοντα και προοπτικής. Αλλά σας το συνιστώ σαν εμπειρία το ταξίδι στα Βόρεια Τζουμέρκα. Είναι νομίζω από τους τελευταίους προορισμούς στη χώρα που κρατούν ανέγγιχτη την ομορφιά, την αγριάδα και το ρομαντισμό της άνοιξης σε βαθμό σχεδόν μυστικιστικό. Βρήκα τη λέξη. Μυστικιστικό. Γιατί είναι αδύνατον εδώ να μην κρύβονται πανάρχαιες ενέργειες.