Ζούσε κάποτε μέσα σε ένα πυκνό δάσος μια αρκούδα με τα δύο αρκουδάκια της. Κάποια ημέρα αυτή η αρκούδα συνάντησε στο δρόμο της ένα νεογέννητο παιδάκι (βρέφος), που το είχε εγκαταλείψει εκεί η μητέρα του. Η αρκούδα πήρε το παιδί στη φωλιά της, το έτρεφε αρκετό καιρό με το γάλα της κι όταν μεγάλωσε το έστειλε στον κόσμο για να βρει τους συγγενείς του.
Πέρασαν τα χρόνια, το παιδί έγινε άντρας, και μια ημέρα πήγε στο δάσος για κυνήγι. Εκεί συνάντησε τυχαία την αρκούδα, την αγκάλιασε, τη φίλησε και μετά τη ρώτησε το εξής:
– Αγαπημένη μου αρκούδα, εσύ που με γλύτωσες από βέβαιο θάνατο όταν ήμουν μικρός, πες μου τι θέλεις να κάνω για να σ’ ευχαριστήσω;
– Θέλω να κοιμηθούμε μια βραδιά μαζί στο ίδιο στρώμα, όπως τότε που ήσουν παιδάκι στη φωλιά μου, είπε η αρκούδα.
– Αυτό δεν πρόκειται να το κάνω, είπε ο άντρας, επειδή μυρίζεις άσχημα.
– Όταν σε έτρεφα με το γάλα μου και σε μεγάλωνα όπως τα παιδιά μου δεν μύριζα άσχημα; απάντησε η αρκούδα….
Καταγραφή Γ.Τ.Α./12-12-2017.
germaskastorias.blogspot.gr