Μια συνοπτική αναφορά στη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και κοινωνιο-κεντρικών δυνάμεων στην προηγούμενη ανάρτηση μου υπό τον τίτλο «Τι εννοώ» και κυρίως η επισήμανση ότι οι όντως ανατρεπτικές δυνάμεις «σέβονται τη βιωματική εκκλησιαστική παράδοση εκατομμυρίων Ελλήνων και επιδιώκουν την αγωνιστική συμπόρευση με τη μαχόμενη Εκκλησία» έγινε αφορμή να υπερφορτωθεί η ηλεκτρονική μου διεύθυνση με σχόλια, κρίσεις και κυρίως παραινέσεις φίλων να ασχοληθώ διεξοδικότερα με τούτο το «καυτό» ζήτημα.
Το κάνω με μεγάλη χαρά.
Άλλωστε μεθαύριο τιμάται η μνήμη του Αγίου Νικολάου των Μύρων. Κάτι πρέπει να κεράσω.
Για μια παραγωγική προσέγγιση του θέματος προέχει ο διαχωρισμός των εννοιών «Εκκλησία» και «Θρησκεία».
Κάποιοι δεν αποφεύγουν το λάθος να τις ταυτίζουν.
Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί το «κλειδί» για την κατανόηση της κοινωνικής διάστασης της Εκκλησίας και δη της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.
Σε αδρές γραμμές και με τον κίνδυνο υπεραπλούστευσης να ελλοχεύει θα έλεγα πως,σε καθαρά κοινωνιολογική βάση (σε θεολογική βάση θα μπορούσαν να μιλήσουν αρμοδιότεροι), η Εκκλησία συνιστά σώμα κοινής πίστης και βιωματικής αλληλεγγύης.
Δια-κοινοτική οντότητα συγκροτούμενη από περιφερειακές αυτοδιοικούμενες μονάδες, συνεκτικές και δημοκρατικά οργανωμένες.
Σε όλες τις σταθμικές καμπές της Ελληνικής Ιστορίας υπήρξαν λαμπρά παραδείγματα αγωνιστών Κληρικών.
Έως τις μέρες μας στους εξωνάρθηκες των ορεινών οικισμών περισώζονται έθη αξιοζήλευτου κοινοτισμού και αλληλεγγύης, μεταξύ των άλλων και με την οργάνωση εθελοντικών συνεργείων για την ανέγερση, με δαπάνη της ενορίας, της πρώτης κατοικίας νεονύμφων Μητροπόλεις (ανάμεσα τους ξεχωρίζει η της Καστοριάς) πρωτοστατούν σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης κατά την τρέχουσα ανθρωπιστική κρίση.
Θα χρειαζόταν ολόκληρος τόμος βέβαια για να διερευνηθεί εάν αυτός ο Κοινοτισμός, η βιωματική σχέση με το «θαύμα» του εξανθρωπισμού, η αγαπητική σχέση μεταξύ «προσώπων» και η ενσωμάτωση στην κοινοτική ζωή των ατομικών αναγκών και της προσωπικής εναγώνιας αναζήτησης της Αλήθειας χαρακτηρίζουν το σύνολο της Ελλαδικής Εκκλησίας ή κάποιες καταλάμπουσες νησίδες και αν αυτές οι νησίδες συνιστούν πλειοψηφικό ρεύμα προοπτικής,μα δεν νομίζω πως χρειάζεται.
Σημασία έχει η δυναμική της Εκκλησίας προς την κατεύθυνση της κοινωνικής συνοχής. Και αυτή υφίσταται.
Αντιθέτως η Θρησκεία αποτελεί κλειστό και επιβαλλόμενο σύστημα κανόνων, αντιλήψεων και συμπεριφορών. Ως εκ τούτου συνιστά ιδεολόγημα και άρνηση της Ελευθερίας στην προσωπική αυτοδιάθεση, δηλαδή άρνηση της υπαρκτικής ουσίας της Εκκλησίας.
Με τη σταδιακή ιδρυματοποίηση και ιδεολογικοποίηση διαστρεβλώνεται το πνευματικό και κοινωνικό της νόημα και οδηγείται στην αποκρουστικότερη εκδοχή, την κομματικοποίηση της Εκκλησίας.
Για τη Θρησκεία ο κεντρόφυγος και δημοκρατικός από τη φύση του κοινοτισμός συνιστά οργανωτική αδυναμία.Το «πλήρωμα» της Θρησκείας οφείλει να υπακούει και να υποτάσσεται σε μιαν αυστηρή κεντρική ιεραρχία,σε ένα σύνολο απαρέγκλιτων κανόνων που καθορίζουν τα του βίου.
Σώμα της Θρησκείας συνιστούν οι οργανωμένες ομάδες καταδρομέων της πίστης που αναγνωρίζουν ως «ιερό» καθήκον την επιβολή αυτών των απαρέγκλιτων κανόνων στους θρησκευόμενους «οπαδούς».Ακόμα και αν αυτό προαπαιτεί ανίερες συμμαχίες με ανίερα καθεστώτα.
Ακόμα και αν αυτό διασφαλίστηκε κάποτε στη Δύση με την Ιερά Εξέταση και με την δια των όπλων επιβολή της παπικής απολυταρχίας.
Τούτη η δυτικότροπη ιδρυματική, ιδεολογικοποιημένη «εκκλησία»,δηλαδή η Θρησκεία,δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την κοινοτική βιωματική παράδοση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σημαντική μερίδα του Ελλαδικού Κλήρου,ιδίως συγκροτημένοι Ιερείς και Ιεράρχες και κορυφαίοι Θεολόγοι αποκρούουν σθεναρά την θρησκειοποίηση της Εκκλησίας.
Το ίδιο κάνουν ή οφείλουν να κάνουν και οι σύγχρονες κοινωνιο-κεντρικές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες όντας σταθερά απέναντι στη θρησκειοποίηση, απέναντι στον τυφλό δογματισμό συμμαχούν και ενισχύουν το ζωντάνεμα της κοινοτικής και μαχόμενης Εκκλησίας ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.
Με την ίδια αποφασιστικότητα αντιπαρατίθενται σε τάσεις απαξίωσης της Εκκλησιαστικής παράδοσης εκατομμυρίων Ελλήνων όσο και σε αντιλήψεις που υποβαθμίζουν το νόημα της ανεξιθρησκίας και του συνταγματικά κατοχυρωμένου απαραβίαστου της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης.
Για τη σύγχρονη Κοινωνιοκεντρική Συμμαχία η λογική των συνεργασιών δεν αφορά μονάχα σε πολιτικές συναινέσεις αλλά κυρίως σε κοινωνικές συνενώσεις ρευμάτων που αν και επιδερμικά φαίνονται άσχετα μεταξύ τους μπορούν να συμπέσουν στο πεδίο της Κοινωνικής Συνοχής.
Όσο παράλογη και ασύμφωνη με το αφήγημα της σύγχρονης Πολιτικής και με τις πολιτισμικές παραδοχές του 21ου αιώνα είναι η περίπτωση ενός θεοκρατικού κράτους άλλο τόσο αποκρουστικός και απαράδεκτος είναι και ο κρατικός αθεϊσμός.
Η Κοινωνιοκεντρική Συμμαχία έχει ανοιχτό μέτωπο και με τα δύο.
104 3 λεπτά ανάγνωση