Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και κάπου ήταν ένας νεαρός άντρας, ο οποίος αγαπούσε μια καλή και σεμνή κοπέλα και σκόπευε να τη νυμφευτεί. Η κοπέλα αυτή ήταν υπερβολικά ολιγόλογη και γι’ αυτό οι συγχωριανοί της την αποκαλούσαν “Βωβή”.
Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι γυναίκες θεωρούνταν κατώτερες απ’ τους άντρες, ήταν υποταγμένες σ’ αυτούς και απαγορευόταν αυστηρά να ομιλούν παρουσία τους. Για τον λόγο αυτόν, όλα τα νεαρά κορίτσια μάθαιναν και συνήθιζαν απ’ τη νηπιακή τους ηλικία να στέκονται συνεσταλμένα και σιωπηλά μπροστά στους άντρες. Βάσει αυτής της πρωτόγονης κοινωνικής αντίληψης, νοοτροπίας και συμπεριφοράς, οι ολιγομίλητες κοπέλες ήταν τότε επαινετές και περιζήτητες για γάμο, ενώ οι ομιλητικές και φλύαρες ήταν κατακριτέες κι έμεναν στα αζήτητα.
Κάποια ημέρα, ο υπόψη νεαρός άντρας γνώρισε μια ξένη κοπέλα που την έλεγαν Χρυσούλα. Η κοπέλα αυτή φαινόταν ντροπαλή και ολιγόλογη και γι’ αυτό ο νεαρός τη συμπάθησε πολύ και αποφάσισε απερίσκεπτα να διακόψει τη σχέση του τη “Βωβή” και να νυμφευτεί τη νέα γνώριμή του. Κατόπιν ανακοίνωσε αυτή τη άπονη απόφασή του στη “Βωβή” και περίμενε την αντίδρασή της. Εκείνη, όπως ήταν φυσικό, διαμαρτυρήθηκε, πόνεσε, έκλαψε, αλλά τελικά αποδέχτηκε την επιθυμία του, απαιτώντας όμως να γίνει αυτή η ίδια κουμπάρα στον γάμο του. Η ακατανόητη απαίτησή της έγινε αποδεκτή απ’ το νεαρό άντρα κι έτσι, όταν γινόταν ο γάμος του με την Χρυσούλα, κουμπάρα ήταν η Βωβή, που στεκόταν δίπλα τους περίλυπη και κρατώντας στο χέρι της μία αναμμένη λαμπάδα.
Σε κάποια στιγμή της ιεροπραξίας η λαμπάδα λύγισε, έλιωσε κι άρχισε να καίει τα δάχτυλα της κουμπάρας, η οποία όμως δεν αντιδρούσε, αλλά στεκόταν όπως ήταν το πρέπον, δηλαδή εντελώς ακίνητη και αμίλητη. Η νύφη, όταν κοίταξε κάτω από τη σκέπη της και είδε να καίγονται να δάχτυλα τής κουμπάρας, έλυσε την αναγνωρισμένη και καθιερωμένη ως ορθή και κόσμια σιωπή της και είπε δυνατά: «Βωβή, καίγονται τα νύχια σου».
Μόλις ο γαμπρός άκουσε τη νύφη να μιλάει κατά την ώρα της στέψης, γεγονός που εθεωρείτο απαράδεκτο, ντράπηκε πολύ, θύμωσε υπερβολικά και φώναξε αμέσως: «Βγάλε, Παπά, τα στέφανα απ’ τη νύφη και βάλε τα στην κουμπάρα».
Κι έτσι έγινε και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Αυτό το ιστόρημα το διηγούνταν παλαιότερα οι γερόντισσες του Γέρμα στις νεαρές κοπέλες που επρόκειτο να παντρευτούν, όταν τις συμβούλευαν να είναι κατά την ημέρα του γάμου τους ανέκφραστες, αγέλαστες και αμίλητες.