Μεγάλη ήταν η συμμετοχή των μαθητών στον διαγωνισμό έκθεσης που για όγδοη φορά φέτος διοργάνωσε ο Ιερός Ναός Αγίου Νικάνορα με θέμα:
Σ΄ ένα περίπατό σας ένα φθινοπωρινό απόγευμα στο δάσος, συναντάτε τυχαία, ένα ξύλινο κουτί. Όταν το ανοίγετε, διαπιστώνετε πως είναι μια ολοκαίνουργια αστραφτερή μηχανή του χρόνου. Σε ποια εποχή θα θέλατε να σας ταξιδέψει και γιατί;
Ρεπορτάζ της Δώρας Κωτσοπούλου
από την εφημερίδα ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Συμμετείχαν 320 περίπου μαθητές της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης των Δημοτικών Σχολείων της πόλης μας, πολλοί από τους οποίους παραβρέθηκαν την περασμένη Κυριακή το πρωί στη γεμάτη αίθουσα δεξιώσεων του ναού, όπου έγινε η τελετή βράβευσης.
Στην διάρκεια της εκδήλωσης βραβεύτηκαν οι 4 καλύτερες εκθέσεις με ένα συμβολικό ποσό, ενώ σε όλους τους μαθητές που συμμετείχαν στον διαγωνισμό, δόθηκε αναμνηστικό δώρο συμμετοχής.
Αξία έχει η συμμετοχή
Η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαίτερα συγκινητική, κυρίως όταν ο πατέρας Ελευθέριος Συτιλίδης απευθύνθηκε στους γονείς και τόνισε πόσο σημαντικό είναι να ακούμε τα παιδιά, να μοιραζόμαστε τις ανησυχίες τους , να γινόμαστε κοινωνοί των ονείρων τους, ενώ όπως είπε, «Αξία έχει η συμμετοχή», δίνοντας παράλληλα πολλά συγχαρητήρια στα παιδιά που βραβεύτηκαν, καθώς επίσης και στα παιδιά που συμμετείχαν, τους εκπαιδευτικούς που βοήθησαν τα παιδιά να συμμετέχουν σε αυτήν την έκθεση, αλλά και στους γονείς που στηρίζουν τις προσπάθειες των παιδιών.
Η σκέψη και τα όνειρα είναι απαραίτητα για την πρόοδο μιας κοινωνίας
Ο πατέρας ελευθέριος δράττοντας την ευκαιρία αναφέρθηκε και στη δυνατότητα που δίνει ο ιερός Ναός του Αγίου Νικάνορας στους μαθητές της πέμπτης και έκτης τάξης των Δημοτικών Σχολείων, τη δεδομένη χρονική στιγμή μέσα από τις εκθέσεις τους να ταξιδέψουν με τη δύναμη της σκέψης, σε πολύ μακρινές εποχές, είτε μπροστά είτε πίσω απ ΄ τον χρόνο που ζούμε.«Οι οικογένειες σήμερα βιώνουν μια έντονη ψυχολογική, ηθική και οικονομική πίεση, απαραίτητη είναι η εύρεση μιας ασφαλούς διεξόδου για την αποφόρτιση από τις παραπάνω δύσκολες συνθήκες. Την ανάγκη αυτή την έχουμε όλοι μας, αλλά κυρίως επιβάλλεται να αποφορτίζονται τα νεαρά μέλη της οικογένειας, τα παιδιά μας. Είναι επιβεβλημένο δηλαδή να φροντίζουμε να τους χαρίζονται στιγμές ανάπαυλας και ξενοιασιάς όσο μπορούμε. Φροντίσαμε λοιπόν μια τέτοια στιγμή να προσφέρουμε στα παιδιά μας δίνοντας τους την ευκαιρία να ταξιδέψουν με την δύναμη της σκέψης, σε πολύ μακρινές εποχές, είτε μπροστά είτε πίσω απ ΄ τον χρόνο που ζούμε», δήλωσε με την ταπεινότητα που τον διακρίνει ο Πατέρας Ελευθέριος, για να καταλήξει, «Η σκέψη και τα όνειρα είναι απαραίτητα για την πρόοδο μιας κοινωνίας. Κόσμος που δεν ονειρεύεται δεν έχει μέλλον, δεν έχει ελπίδα. Μέσα λοιπόν από τα όνειρα και τις ελπίδες των παιδιών ελπίζουμε ότι και για εμάς θα ανοίξει ένα παράθυρο φωτός.
Επιπρόσθετα ο πατέρας Ελευθέριος ενημέρωσε ότι θα συνεχιστεί και του χρόνου αυτή η προσπάθεια που την στηρίζει ο Μητροπολίτης Καστοριάς κ. Σεραφείμ, ο οποίος αγαπάει ιδιαίτερα τα παιδιά, που είναι και το μέλλον της πατρίδας μας.
Όταν έχουμε βάλει ένα στόχο στη ζωή μας μπορούμε να τον πετυχαίνουμε
Οι αριστεύσαντες μαθητές είναι οι εξής: 1ο βραβείο Χαρούλα Σπυρίδου ( 1ο σχολείο Διποταμίας), 2ο βραβείο Φαίη Γάλλου (από το 9ο δημοτικό) 3ο βραβείο Εμμανουηλία Λιάνα ( 7ο δημοτικό σχολείο ), 4ο βραβείο Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης, (4ο δημοτικό).
Την ικανοποίησή τους, τόσο για τη συμμετοχή όσο και για τη βράβευσή τους εξέφρασαν μιλώντας στη ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ ο Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης και η Φαίη Γάλλου. Ο Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης ,που ήταν το μοναδικό αγόρι που βραβεύτηκε, καθώς τα άλλα βραβεία τα κέρδισαν τα κορίτσια, ταξίδεψε με τη σκέψη του στην εποχή που ζούσε ο Χριστός. «Το όνειρό μου είναι να μη σταυρωθεί ο Χριστός» είπε χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος, παροτρύνοντας στη συνέχεια όλα τα άλλα παιδιά να συμμετέχουν σε τέτοιες εκδηλώσεις: « Εάν προσπαθήσουν μπορούν να τα καταφέρουν» συνέχισε.
Με την εποχή της Αναγέννησης, όταν άνθισε το μπαλέτο ήταν το θέμα που ασχολήθηκε η Φαίη Γάλλου, όντας μαθήτρια μπαλέτου και η ίδια. Μάλιστα το όνειρό της είναι όταν μεγαλώσει να γίνει χορεύτρια σε μπαλέτο. «Καλό είναι να συμμετέχουν τα παιδιά σε τέτοιες εκθέσεις . Την επόμενη χρονιά μπορεί να κερδίσουν», δήλωσε η Φαίη .
Οι βραβευμένες εκθέσεις
1o Βραβείο: Χαρούλα Σπυρίδου Δημοτικό Σχολείο Διποταμίας Ε΄Τάξη
Κυριακή πρωί και εμένα με ξυπνούν οι μυρωδιές από τα υπέροχα μαγειρέματα της μαμάς. Η μαμά πάντα φροντίζει να μαγειρεύει πιο ιδιαίτερα φαγητά της Κυριακές.
Κόλλησα το πρόσωπό μου στο παράθυρο της κουζίνας και με την ανάσα μου σχημάτιζα αστείες φατσούλες στο τζάμι. Κοίταζα έξω «Ήρθε τι φθινόπωρο για τα καλά!» σκέφτηκα. Το σκιουράκι πάνω στην καρυδιά ψάχνει να βρει κάτι να φάει, μα τι να βρει… και τα φύλλα της ακόμη έχουν πέσει. Ντύθηκα και βγήκα έξω να παίξω.
Πήρα το μονοπάτι που βγάζει πίσω από το σπίτι και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στο δάσος να κυνηγάω ένα μικρό παιχνιδιάρικο λαγουδάκι. Κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο. «Να μπορούσα να το πιάσω!!» είπα, μας καθώς έβαλα το χέρι μου ένιωσα να πιάνω κάτι σκληρό! Τα να ‘ναι αναρωτήθηκα.
Ήταν ένα ξύλινο κουτί. Τι να ‘χε άραγε μέσα; Η περιέργειά μου ήταν μεγαλύτερη από τον φόβο μου. Γύρισα πίσω μου κοίταξα γύρω μου, μα κανείς! Είχα χαθεί για τα καλά. Καθώς το άνοιγα μια λάμψη βγήκε από μέσα του και μικρές κόκκινες, κίτρινες, μπλε πεταλουδίτσες γυρνούσαν γύρω μου και μου σιγοτραγουδούσαν ένα τραγούδι μαγικό. Χάθηκα μέσα σ’ αυτό και πήγαινα όπου με πήγαιναν. Μικρά και μεγάλα ζώα στο δάσος έβγαιναν μπροστά μου και με κοιτούσαν σαν να με χαμογελούσαν σαν να ήθελαν να μου πουν κάτι.
Οι πεταλούδες άρχισαν μία-μία κι αυτές να χάνονται, το τραγούδι να αντηχεί πολύ αχνά στα αυτιά μου, ώσπου χάθηκαν και τα δύο.
Ξαφνικά όλα άλλαξαν, έγιναν μουντά και άχρωμα κι εγώ να βρίσκομαι μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, που γύρω της ήταν σκεπασμένη με άγρια χόρτα. Φόβος με κυρίευσε. Δεν είχα άλλη επιλογή έπρεπε να την ανοίξω. Με το ζόρι κατάφερα να πιάσω το μεγάλο χερούλι της και να την ανοίξω. Ξαφνικά όλα άλλαξαν και πάλι. Χρυσόσκονη έπεφτε από ψηλά, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει… τα μάτια μου έβλεπαν καλά;
Ένα χωριό ένα πανέμορφο χωριό με μικρά λευκά σπιτάκια, κόκκινες σκεπές και μικρές αυλές γεμάτες με λουλούδια. Οι άνθρωποι κι αυτοί ήταν μικροί, άντρες, γυναίκες και παιδιά να πηγαινοέρχονται και να με κοιτούν λες και με ήξεραν χρόνια λες και με περίμεναν. «Δεσποινίς Χαρά καλημέρα σας» μου λέει ένας μικρόσωμος καλοντυμένος με παπιγιόν κύριος. «Μου επιτρέπετε να σας συνοδεύσω στο σπίτι σας;» δίστασα… όχι… ναι… φυσικά και του έδωσα πρόθυμα το χέρι μου. Με οδήγησε σ’ ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι, που έμοιαζε με παλάτι. Η αυλή του ήταν γεμάτη με κάθε λογής λουλούδια και δέντρα. Μπήκα μέσα όλα έμοιαζαν τόσο κοντινά τόσο ζεστά. «Δεσποινίς Χαρά περάστε στην τραπεζαρία θα πεινάτε φυσικά» μου λέει η υπεύθυνη της κουζίνας. Χωρίς δεύτερη σκέψη βρέθηκα κιόλας στο τραπέζι. Σε ένα μεγάλο τραπέζι με ό,τι νόστιμο μπορείς να βρεις. Συντροφιά μου βέβαια ήταν αυτοί οι μικροί άνθρωποι, άνθρωποι απλοί, χαμογελαστοί καλοσυνάτοι.
Ένας μεγάλος καθρέφτης μ’ έκανε να καταλάβω πως δεν ήμουν πια η Χαρά με το τζιν και το μπουφάν, αλλά μια μικρή πριγκίπισσα που φορούσε χρυσοκεντητό φουστάνι, γοβάκια και ένα χρυσό στέμμα στο κεφάλι. Ήμουν η πριγκίπισσά τους. Η Χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη. Ήταν αλήθεια όλο αυτό που ζούσα; Ένας κόσμος χωρίς πόνο, χωρίς φόβο γεμάτος ζωή, ένας κόσμος που όλοι είναι ίδιοι.
Ένοιωθα όμως τόσο κουρασμένη, κάθισα στην άκρη ενός καναπέ και δίχως να το καταλάβω αποκοιμήθηκα. Ονειρεύτηκα τη μαμά μου να μαγειρεύει, τον μπαμπά μου να διαβάζει μια εφημερίδα, την Κική και τον Παναγιώτη να παίζουν μονόπολη και τη γιαγιά μου να πηγαίνει εκκλησία. Όταν ξύπνησα βρίσκομαι στο ζεστό μου κρεβάτι. «Χαρά το φαγητό είναι έτοιμο» ακούω τη γλυκιά φωνή της μαμάς να φωνάζει.
Τελικά τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε να ζούμε: …Μια ζωή σαν παραμύθι ή μια ζωή με τα καλά της και τα κακά της;
2ο Βραβείο: Φαίη Γάλλου 9ο Δημοτικό Σχολείο Καστοριάς
Όλα ξεκίνησαν ένα φθινοπωρινό απόγευμα που εγώ και η οικογένειά μου το περνούσαμε σε ένα καταπράσινο και πυκνό δάσος. Κάποια στιγμή η αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη με ρώτησε αν ήθελα να πάμε μια βόλτα. Κάπως ξεκινήσαμε να ερευνήσουμε το δάσος. Όπως περπατούσαμε μας μάγεψαν τα θεόρατα δέντρα, τα πολύχρωμα χρώματα των λουλουδιών αλλά και η δροσιά που πήγαζε από το ρυάκι λίγο πιο δίπλα. Αλλά μάλλον πιο πολύ μάγεψαν την αδελφή μου, διότι κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσε στα φυτά για να τα χαρεί. Όμως εγώ δεν μπορούσα να την περιμένω και ξαφνικά βρέθηκα βαθιά μέσα στο δάσος. Εκείνη τη στιγμή μπροστά στα πόδια μου είδα μια αστραφτερή, ολοκαίνουρια μηχανή του χρόνου. Ήμουν σε ένα τεράστιο δίλημμα για το τι θα κάνω, αφού όμως το σκέφτηκα αρκετά κατέληξα στο να γυρίσω πίσω. Δεν ξέρω αλλά κάτι μου έλεγε μέσα μου να επιστρέψω πάλι στην μηχανή του χρόνου, για την ακρίβεια δεν είχα κάνει και πολλά βήματα. Τώρα αποφασισμένη πια πάτησα το κουμπί της και ξαφνικά βρέθηκα εκεί που ακριβώς σκεφτόμουν, στον 15ο αιώνα στην Ιταλία, εκεί που το μπαλέτο ανθίζει.
Πρώτη μου στάση ήταν μια μεγαλοπρεπή σκηνή μπαλέτου, στην οποία έκαναν πρόβα μερικές μικρόσωμες και όμορφες χορεύτριες. Τα πάντα γύρω μου ήταν διαφορετικά, για παράδειγμα οι γυναίκες φορούσαν κομψά φορέματα και ασυνήθιστα καπέλα, ενώ οι άντρες γιλέκα και φαρδιά παντελόνια. Στο μεταξύ αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν ότι μια από αυτές τις χορεύτριες ήμουν κι εγώ. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έκανα πρόβα με τις καλύτερες χορεύτριες της εποχής και ότι σε λίγες μόνο εβδομάδες θα χόρευαν στην πρώτη παγκοσμίως παράσταση μπαλέτου. Όλες φορούσαν φούστες κάτω από το γόνατο και κολάν, μαζί τους και εγώ. Μάλιστα ήμουν φίλη με πολλά άλλα κορίτσια. Η δασκάλα μας ήταν αρκετά πιεστική και συνέχεια μας έλεγε ότι ο χορός είναι μέσα μας και παράλληλα ότι πρέπει να αισθανόμαστε αυτό που κάνουμε ακόμη κι εάν είναι πολύ δύσκολο. Επειδή ο χορός είναι μαγεία!
Οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα περνούσαν και ο χρόνος πλησίαζε όλο και περισσότερο για τη μεγάλη μέρα. Ώσπου η ώρα έφτασε. Η σκηνή είχε πλημμυρίσει από πολύ αγωνία αλλά πάνω απ’ όλα με ενθουσιασμό. Πάνω της στεκόταν ασύλληπτα σκηνικά και για μουσική έπαιζαν τα κλασικά κομμάτια τα οποία κάναμε τόσες εβδομάδες πρόβα. Τα συναισθήματά μου πάλευαν μεταξύ τους. Από την μια πλευρά το άγχος κυριαρχούσε, όμως από την άλλη η χαρά και το δέος για το τι θα γίνει στη παράσταση έβγαιναν από πάνω. Σε αυτό με βοήθησε πάρα πολύ η κολλητή μου φίλη Τζέσικα. Με αυτήν έκανα πιο πολύ παρέα όλον αυτόν τον καιρό. Ήμουν παντελώς έτοιμη. Είχα φορέσει την στολή που μας έδωσε η δασκάλα μας. Τα μαλλιά μου τα είχα χτενίσει σε κότσο και το διακριτικό μου βάψιμο ήταν αυτό που μου άρεζε περισσότερο. Επίσης για παπούτσια φορούσα τις πασίγνωστες πουέντ. Ένιωθα τόσο άνετα πάνω τους. Μέσα σε όλα αυτά είχα ξεχάσει εντελώς το άγχος μου και το ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να έρχεται δεν με πείραζε καθόλου. Τότε η δασκάλα μας μας προειδοποίησε ότι σε λίγα λεπτά έπρεπε να αρχίσουμε. Η παράστασή μας είχε τίτλο: «Η Λίμνη των κύκνων». Σε λίγο αρχίσαμε. Όταν η δασκάλα μας κούνησε το χέρι της μπήκαμε μέσα στη σκηνή χαμογελαστές και όλος ο κόσμος μας κοιτούσε ενώ τα μάτια του έλαμπαν έκπληκτα. Με το που πάτησα το πόδι μου στην σκηνή ελευθερώθηκα αμέσως και δεν κατάλαβα πότε πέρασαν δύο ολόκληρες ώρες χορού. Στο τέλος ο κόσμος μας χειροκρότησε και σε καθεμιά από εμάς έδινε ένα μπουκέτο από πανέμορφα λουλούδια. Η δασκάλα μας μα συνεχάρη και μας είπε ότι κάναμε ένα πολύ μεγάλο ξεκίνημα, την εποχή της αναγέννησης, για το μπαλέτο.
Το όνειρό είχε γίνει πραγματικότητα, είχα χορέψει στην πρώτη παράσταση μπαλέτου και αυτό χάρη στη μηχανή του χρόνου. Μόλις τελείωσε η παράσταση επέστρεψα και εγώ με τη σειρά μου στο δάσος ακριβώς εκεί που ήταν και η οικογένειά μου. Μου είπαν πως ανησύχησαν πολύ και τότε τους εξήγησα όλη την περιπέτεια από την αρχή μέχρι το τέλος. Φεύγοντας λοιπόν από το δάσος θυμήθηκα όλα τα γεγονότα τα οποία έζησα. Πλέον ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά μου είχε γίνει πραγματικότητα.
3ο Βραβείο: Εμμανουηλία Λιάνα 7ο Δημοτικό Σχολείο Καστοριάς ΣΤ’ τάξη
Μια όμορφη φθινοπωρινή ημέρα, πήγα περίπατο στο δασάκι της Μεσοποταμίας. Καθώς περπατούσα ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα, είδα ένα παράξενο ξύλινο κουτί μπροστά μου. Αναρωτήθηκα τι μπορεί να ήταν, μα όταν το πλησίασα είδα ένα κόκκινο κουμπί και από περιέργεια το πάτησα για να δω αν θα γίνει τίποτα. Έκπληκτη είδα ένα φως να λάμπει και το κουτί μεταμορφώθηκε σε μια ολοκαίνουρια αστραφτερή ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. Εγώ χωρίς λόγια να πω, μπήκα μέσα. Μέσα σε αυτή υπήρχαν χίλια κουμπιά και δεν ήξερα ποιο να πατήσω. Στα δεξιά μου, υπήρχε ένα κομπιουτεράκι με αριθμούς και γω πάτησα έναν αριθμό απ’ την δεκαετία του 80.
Αμέσως το κουτί έκλεισε και άρχισε να κουνιέται λες και γινόταν σεισμός. Εκείνη την στιγμή σταμάτησε να κουνιέται και άνοιξε. Εγώ ζαλισμένη έπεσα με τα μούτρα κάτω. Μπροστά μου ήταν ένα κτίριο. Κοίταξα δεξιά και αριστερά και ήμουν στην Καστοριά, αλλά χρόνια πριν. Τρελάθηκα. Δεν ήξερα τι να πω. Όλοι οι άνθρωποι ήταν εκεί ντυμένοι με παλιομοδίτικα ρούχα και χτενίσματα. Εγώ ήθελα να μπω μέσα σε αυτό το κτίριο που βρέθηκε μπροστά μου. Η ταμπέλα του έγραφε «ντισκοτέκ». Ωραία! Σκέφτηκα.
Μπήκα μέσα και είχε πολύ κόσμο. Μύριζα τσιγάρο και δεν υπήρχαν παιδιά. Ξαφνικά έρχεται ένας άντρας και πάει να περάσει από μπροστά μου. Εγώ του είπα «Κύριεεε!! Προσέξτε!» αλλά αυτός με αγνόησε και πέρασε από μέσα μου!! Ήμουν αόρατη για αυτούς αφού δεν υπήρχα τότε.
Προχώρησα προς τα μέσα και είδα μια παρέα από φοιτητές. Πήγα πιο κοντά για να δω καλύτερα. Τότε την είδα που μιλούσε. Εγώ δάκρυσα. Και μου ‘ρθε να τρέξω κοντά της. Ήταν η μαμά μου… εγώ σαν χαζή καθόμουν να την κοιτάω στο κέντρο της πίστας του χορού. Ήταν πολύ νέα και όμορφη. Δίπλα της καθόταν ένας φίλος της και μπροστά της … ο … μπαμπάς μου. Μιλούσαν και γελούσαν. Οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι τότε. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Ήθελα να τους μιλήσω ήθελα να μάθω περισσότερα. Πως γνωρίστηκαν, πως τα φτιάξαν και πως δημιούργησαν μια οικογένεια.
Ξαφνικά είδα τον πατέρα μου να λέει στην μαμά μου «Χορεύουμε;». Η μαμά μου είπε «Μετά χαράς». Ο μπαμπάς μου την σήκωσε απ’ το χέρι και την πήγε στην πίστα χορού. Τους έβλεπα να χορεύουν τα πιο ωραία, τότε τραγούδια. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω! Ήταν πολύ ωραία στιγμή. Μετά όταν σταμάτησαν να χορεύουν πήγαν έξω. Τους ακολούθησα να δω τι θα γίνει. Μόλις βγήκαν ο μπαμπάς και η μαμά, περπάτησαν μέχρι ένα πεζοδρόμιο. Εγώ τους άφησα να κάνουν τη βόλτα τους και εξερεύνησα λίγο την πλατεία Ντολτσό. Δεν ήταν καθόλου ίδια όπως σήμερα. Το μίνι μάρκετ του Φάνη δεν υπήρχε. Το σχολείο ήταν πιο παλιομοδίτικο και είχε άλλο χρώμα. Τα σοκάκια έμειναν ίδια και φωτεινά Όλα ήταν τέλεια σαν παραμύθι.
Ξαφνικά ακούω έναν ήχο. Η μηχανή έκανε σαν τρελή. «Μάλλον ήρθε η ώρα να γυρίσω». Έτρεξα και μπήκα μέσα, έγραψα στο πληκτρολόγιο «2016». Η μηχανή πάλι άρχισε να κουνιέται σαν τρελή. Σε 5 δευτερόλεπτα σταμάτησε να κουνιέται. Βγήκα έξω τρέχοντας Ήταν η ώρα να έρθει η μαμά μου να με πάρει. Μόλις είδα το αμάξι έτρεξα να μπω μέσα. «Γεια σου Εμμανουηλία πως πέρασες;» «Καλά!! Όμως να σε ρωτήσω κάτι μαμά;» «Τι είναι παιδί μου;» «Πως γνωρίστηκες με τον μπαμπά;».
4ο Βραβείο: Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης 4ο Δημοτικό Σχολείο Καστοριάς Ε’ τάξη
Ένα πρωινό στο δάσος του χωριού μου βαθιά μέσα στο δάσος βλέπω ένα πανύψηλο δέντρο. Εγώ δεν ήθελα να ανέβω αλλά η περιέργειά μου κέρδισε. Εγώ πήγα να σκαρφαλώσω άλλα μόλις ακούμπησα το δέντρο με τράβηξε μέσα του. Αλλά δεν ήταν κούφιο και είχε μέσα του ένα ασανσέρ. Με πήγε 300 ορόφους πιο κάτω από το έδαφος. Όταν άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ αντίκρισα ένα ξύλινο κουτί που είχε ένα μεγάλο, κόκκινο, φανταχτερό, γυαλιστερό κουμπί.
Εγώ το πάτησα και μου έβγαλε κάποιες χρονολογίες. Εγώ πάτησα το κουμπί ξανά και διάλεξα χρονολογία πριν 2.000 χρόνια πίσω. Στην εποχή που ζούσε ο Χριστός, στην Ρωμαϊκή εποχή. Εγώ τηλεμεταφέρθηκα μαζί με άλλα 5 παιδιά. Εκείνη τη στιγμή θα ρίχνανε κάποιους στα λιοντάρια στο Κολοσσαίο και εγώ μαζί με τους φίλους μου πήγαμε και κάναμε μια καλή αταξία και πήραμε τα κλειδιά του αξιωματικού του Ιούλιου Καίσαρα και ξεκλειδώσαμε το κελί με τα λιοντάρια και βάλαμε στη θέση των λιονταριών κάτι αξιολάτρευτα και αξιαγάπητα γατάκια, κουνελάκια και λαγουδάκια και στην αρένα οι άνθρωποι έπαιζαν με αυτά και εξοργιστήκανε οι φρουροί γιατί μετά ελευθερώσαμε και τους σκλάβους και φύγαμε και μας κυνηγούσανε αλλά για καλή μας τύχη οι ρωμαίοι φορούσαν κόκκινα ρούχα και τους κυνηγούσαν οι ταύροι. Αφού γλιτώσαμε πήγαμε οκτώ χρόνια μετά και βασάνιζαν κάποιους ανθρώπους με μαστίγιο και ρίξαμε λάδι στο μαστίγιο και έπεσε πάνω του γιατί γλίστρησε και τον χτύπησε στην πλάτη του, και οι κρατούμενοι φύγανε. Ξαναπήγαμε πέντε χρόνια μετά σε μια ημέρα από εκείνη που θα σταύρωναν τον Χριστό. Αλλά εμείς οι 6 σχεδιάσαμε παγίδες.
1ον ραγίσαμε τον σταυρό με το που ανέβει να σπάσει και να φύγει. 2ον κρύψαμε τα όπλα των φρουρών και τα βουτήξαμε σε πίσσα. 3ον θα είχαμε την χρονομηχανή έτοιμη για να φύγουμε. Την επόμενη ημέρα όταν τον Χριστό τον σταύρωσαν ο σταυρός έσπασε και όταν ο Χριστός κατέβηκε και οι φρουροί φώναξαν στα όπλα αλλά δεν τα έβρισκαν και όσα τα βρήκανε ήταν γεμάτα με πίσσα. Πήραμε τον Χριστό με τη χρονομηχανή και τον πήγαμε στο 2016 δηλαδή σήμερα για να υπάρχει ισορροπία στη ανθρωπότητα.