Τα λύτρα, η δολοφονία και το ευφάνταστο σχέδιο της Χωροφυλακής για να αποσπάσει τις ομολογίες
Από τη mixanitouxronou.gr:
Το 1928 μια αστυνομική υπόθεση συγκλόνισε την κοινωνία της Λάρισας. Μια πενταμελής συμμορία, απήγαγε τον γαιοκτήμονα Καρούσο, ζητώντας λύτρα για να τον απελευθερώσουν. Η εξέλιξη ωστόσο ήταν απρόβλεπτη και αιματηρή.
Την επόμενη μέρα, η συμμορία υποχρέωσε τον τσιφλικά να γράψει μια επιστολή στην γυναίκα του, ζητώντας να παραδώσει στους απαγωγείς λύτρα, ύψους 500.000 δραχμών. Στην επιστολή την προειδοποιούσε να μην μιλήσει στις Αρχές, αλλιώς οι απαγωγείς θα τον εκτελούσαν. Ο Καρούσος πέρασε 4 μέρες μέσα στον αχυρώνα. Φοβόταν ότι, είτε η γυναίκα του δεν θα καταφέρει να μαζέψει το ποσό, είτε θα υπήρχε ανάμειξη της Χωροφυλακής και η συμμορία θα τον δολοφονούσε. Την τελευταία μέρα, ο Καρούσος αναγνώρισε μέσα από την ανοιχτή πόρτα του αχυρώνα, το ζεύγος Νταφούλη. Αυτοί, τρομοκρατημένοι οδήγησαν τον Καρούσο σε ένα σπήλαιο, μακριά από τον αχυρώνα τους. Μετά από δύο ώρες η συμμορία παρέλαβε τα λύτρα από την γυναίκα του, που είχε καταφέρει να μαζέψει 300.000 δραχμές. Τα λύτρα παρέδωσε ο επιστάτης του αγροκτήματος του Αστέριος Τσαντάνος, μαζί με μια επιστολή της γυναίκας του που του έλεγε ότι «συνεμορφώθη προς τας παραγγελίας του και ότι ελπίζει ταχέως να τον ιδή υγιά». Μετά την παραλαβή των λύτρων, η συμμορία πήγε στο σπήλαιο και έδωσε την επιστολή στον γαιοκτήμονα. Του είπαν να κοιμηθεί ήσυχος γιατί την επόμενη μέρα θα τον άφηναν ελεύθερο. Ο Καρούσος έπεσε να κοιμηθεί ευχαριστημένος, όμως αυτοί είχαν άλλα σχέδια. Μόλις αποκοιμήθηκε, ο ένας από τους φρουρούς τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση στο μέτωπο. Ο θάνατος του Καρούσου ήταν ακαριαίος.
Μετά το έγκλημα, η συμμορία κατευθύνθηκε πρώτα στο σπίτι του Νταφούλη όπου άφησε τα όπλα και μετά στο σπίτι του Ζάκα όπου όλα τα μέλη φόρεσαν καινούργια ρούχα που τους έδωσε ο ίδιος. Στο μοίρασμα των λύτρων, ο Νταφούλης πήρε 80.000 δραχμές, ο Ζάκας 30.000, ενώ οι υπόλοιπες 190.000 δραχμές μοιράστηκαν σε τρία ίσα μέρη, για τα υπόλοιπα 3 μέλη της συμμορίας. Το πτώμα του άτυχου άνδρα βρέθηκε την Παρασκευή, 6 Ιουλίου του 1928, περίπου έναν μήνα μετά την απαγωγή του. Δίπλα του βρέθηκαν η επιστολή της συζύγου του, μερικά χρυσαφικά και το άδειο του πορτοφόλι. Οι κύριοι δράστες, Νταφούλης και Ζάκας, μπήκαν στο στόχαστρο των Αρχών, μετά την αναφορά του ανθυπασπιστή της Χωροφυλακής Βλαχάβα, ότι τα συγκεκριμένα άτομα είχαν δημιουργήσει υποψίες. Επιπλέον, στο σπίτι του Νταφούλη είχαν βρεθεί τα όπλα της απαγωγής, που είχαν αφήσει οι συμμορίτες εκεί μετά το έγκλημα.
Οι ομολογίες
Οι τότε φερόμενοι ως δράστες κρατούσαν την σιωπή τους για 3 ολόκληρες μέρες, κάνοντας δύσκολο το έργο της χωροφυλακής. Η διοίκηση της Χωροφυλακής για να αποσπάσει τελικά την ομολογία των δραστών, σκαρφίστηκε ένα «ευφυέστατον μέσον»: Μαζί με τον Νταφούλη, κρατούμενη ως ύποπτη ήταν και η γυναίκα του που είχε εκείνη την περίοδο ένα βρέφος 4 μηνών. Το μωρό το είχε μαζί της στην φυλακή, για να το θηλάζει. Οι χωροφύλακες σκέφτηκαν να της πάρουν το μωρό και να το δώσουν σε μια άλλη συγχωριανή της, η οποία το θήλαζε για να μην πεθάνει. Μετά από δύο μέρες, η γυναίκα του Νταφούλη άρχισε να υποφέρει από φρικτούς πόνους, επειδή το γάλα είχε συσσωρευτεί στο στήθος της. Όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο περισσότερο υπέφερε και ήταν νευρική.
Στο τέλος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και φώναξε στον άντρα της ότι δεν αντέχει άλλο και ότι, αν δεν ομολογήσει αυτός, θα τα μαρτυρήσει όλα εκείνη. Ζήτησε από έναν χωροφύλακα να την οδηγήσει στον διοικητή και εκεί ξεκίνησε να εξιστορεί τα γεγονότα, αφού πρώτα της αφαιρέθηκε το γάλα από το στήθος με την βοήθεια ενός γιατρού. Η Νταφούλη ομολόγησε ότι την ιδέα της απαγωγής την είχε ο Δημήτρης Ζάκας, συγχωριανός και κουμπάρος του ζευγαριού Νταφούλη. Ο Ζάκας αποκάλυψε το σχέδιο του στον Νταφούλη, ο οποίος συμφώνησε να συμμετέχει στην απαγωγή, μαζί με άλλα τρία άτομα. Με την κατάθεσή της, η Χωροφυλακή οδηγήθηκε στην σύλληψη του Νταφούλη, του Ζάκα και των τριών απαγωγέων.
της Μαρία Φωσκόλου. Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Εγκληματολογίας (Οι τίτλοι των εφημερίδων προέρχονται από έρευνα στον τύπο του 1928).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ