Το 1968 ή 69 σε μια παρόμοια χιονόπτωση μαθητής έπρεπε να πάω στο σχολείο νωρίς, επειδή ήμουν επιμελητής κι έπρεπε να ανάψω την σόμπα. Κλείσιμο σχολείου δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη. Λόγω του υπερβολικού χιονιού δεν ‘άνοιξαν δρόμο οι κτηνοτρόφοι. Η ώρα περνούσε κι εγώ έπρεπε να πάω. Αποφάσισα να κάνω μόνος μου τον τορό. Μόνο μετά από κάποια μέτρα ένοιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Θυμάμαι καλά σαν να ήταν χθες. Νόμιζα ότι ήλθε το τέλος. Θα ξεπαγιάσω και δεν θα φτάσω ποτέ. Δεν ξέρω αν έβαλα τα κλάματα ή τα συγκράτησα γιατί στο χωριό όσα αγόρια έκλαιγαν τα έλεγαν “τι άνδρας θα γίνει βρε και κλαις”. Άιντε να κλάψεις μετά.
Στην επίσκεψη στο χωριό έκανα την αναπαράσταση έτσι για την Ιστορία. Πρέπει να θυμόμαστε τι τραβήξαμε εμείς αλλά πολύ περισσότερο οι παππούδες μας που δεν είχαν την δυνατότητα να πάνε σχολείο. Παράλληλα όμως να αναγνωρίζουμε την αξία του και την προσφορά του. Με δύο λόγια να είμαστε ευγνώμονες για το ότι εμείς είχαμε σχολείο έστω και με δυσκολίες αλλά πριν χρόνια όχι.
Σήμερα είναι διαφορετικά και σωστά είναι έτσι. Πρέπει τα παιδιά να διευκολύνονται να πάνε στο σχολείο. Όταν όμως το βλέπουν αρνητικά και προσεύχονται όλο το βράδυ να χιονίσει για να κλείσουν τα σχολεία τότε κάτι δεν πάει καλά. Το σχολείο ήταν είναι και θα είναι είναι η βάση της σύγχρονης κοινωνίας. Η στάση αυτή των παιδιών πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Να δούμε τις τυχόν ευθύνες μας σαν εκπαιδευτικοί, γονείς και Υπουργείο γιατί παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο. Τι δεν κάνουμε σωστά και γιατί δεν περνάει το θετικό μήνυμα του σχολείου στα παιδιά.
ΥΓ. Τώρα που το ξαναείδα παρατήρησα ότι όταν έφτασα στην πόρτα κοίταξα ψηλά μήπως με έλθει κατακέφαλα από τις λαμαρίνες το χιόνι. Άρα ότι μαθαίνεις μικρός μένει!
Βασίλης Κωνσταντίνου