Μεγάλες και μικρές, εγχώριες και πολυεθνικές εταιρείες δεν γλιτώνουν από την κρίση διαρκείας που σαρώνει επτά χρόνια τώρα την ελληνικη οικονομία.
Η «χιονοστιβάδα» της πολυετούς ύφεσης, των capital controls, της υπέρμετρης φορολογίας, του δυσθεώρητου ενεργειακού κόστους, της παντελούς έλλειψης χρηματοδότησης, της κατάρρευσης της εγχώριας ζήτησης, αλλά και της γραφειοκρατίας παρασύρει και ακουμπάει πλέον και μεγάλες πολυεθνικές, όπως την Pepsico, που ανακοίνωσε στις αρχές της εβδομάδας το κλείσιμο του εργοστασίου στα Οινόφυτα (παραγωγή και εμφιάλωση των αναψυκτικών Pepsi, HBH κ.λπ.), αλλά και την ΔΕΛΤΑ που αποφάσισε να κλείσει το εργοστάσιο στα Τρίκαλα.
Τη στιγμή που η χώρα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης, το έγκαιρο κλείσιμο της οποίας, κατά την κυβέρνηση, θ’ ανοίξει το δρόμο για την αναδιάρθρωση του χρέους (σ.σ. μέρος αυτού), στο εσωτερικό μέτωπο έχει χαθεί μπάλα από τα λουκέτα και το κατέβασμα των ρολών.
Η αριστερή κυβέρνηση η οποία έχει αλλάξει άρδην την ατζέντα της σε περισσότερο φιλελεύθερη, στέκει ανήμπορη στο να ανακόψει το κύμα της αποβιομηχάνισης που πλήττει τη χώρα. Εταιρείες που ήδη λειτουργούσαν στο «κόκκινο» ή κινδύνευαν να φθάσουν στο κόκκινο πήραν τη μεγάλη απόφαση να κλείσουν ή να περιορίσουν δραστικά τις δραστηριότητες τους. Και στην ελληνική οικονομία απλά επιταχύνθηκε η δυναμική της αποβιομηχάνισης που είχε ανεβάσει ρυθμούς ήδη απ’ την έναρξη της κρίσης. Μία τάση που περιγράφεται ξεκάθαρα σε λίγες γραμμές απ’ την Pepsico Ηβη η οποία κοινοποίησε το κλείσιμο του εργοστασίου στα Οινόφυτα.
Κλάδοι όπως της ναυτιλίας, κλωστοϋφαντουργίας, της αγροτικής παραγωγής, του εμπορίου, των κατασκευών, των media παραμένουν στο κόκκινο, ακόμη και γνωστές επιχειρήσεις, μέχρι και εισηγμένες, εξαρτώνται κυριολεκτικά από τις τράπεζες και το κατά πόσο θα αναδιαρθρωθούν οι υποχρεώσεις τους. Η δε Τράπεζα της Ελλάδος σε έναν πρώτο απολογισμό είχε αποτιμήσει το κόστος των capital controls στα 86 δις. ευρώ, μέρος του οποίου δυστυχώς «πληρώνει» με τον χειρότερο τρόπο η ελληνική αγορά, άρα και οι χιλιάδες εργαζόμενοι που μένουν άνεργοι.
COCA COLA: Ενας χρόνος από το μπαμ
Ένας χρόνος έχει περάσει από το λουκέτο που έβαλε η διοίκηση της Coca Cola στο εργοστάσιο του Βόλου. Η διοίκηση της εταιρείας είχε ανακοινώσει ότι η διακοπή λειτουργίας έγινε στο πλαίσιο «επενδυτικού προγράμματος» ύψους 24 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με το οποίο η παραγωγική δραστηριότητα του εργοστασίου του Βόλου και των αποθηκευτικών χώρων της Κάτω Κηφισιάς θα ενσωματώνονταν στις εγκαταστάσεις της στο Σχηματάρι.
SOFTEX: Στο δρόμο 200 άτομα
Η ιστορική βιομηχανία Αθηναϊκή Χαρτοποιία – Softex αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο, εταιρεία που από τη δεκαετία του ’90 είχε περάσει στον Ιταλικό όμιλο Bolton Group. Πάνω από 200 εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους. Η απόφαση του ιταλικού ομίλου δεν άλλαξε ούτε μετά την προτροπή του υπουργείου Εργασίας, στην συνάντηση που είχε με την διοίκησή του, όπου ζήτησε την επαναλειτουργία της μονάδας.
Hellenic Steel: Η κατάρρευση ήρθε απ έξω
Είχε προηγηθεί (Μάιος του 2015) το πολύκροτο λουκέτο της Hellenic Steel, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες χάλυβα στην Ελλάδα. Η σταδιακή απαξίωσή της βιομηχανία άρχισε από το 2013, όταν ο βασικός της μέτοχος με ποσοστό 52%, η πολυεθνική ιταλική βιομηχανία χάλυβα ILVA, βρέθηκε σε σοβαρή κρίση που οδήγησε εν τέλει στην κρατικοποίησή της από το ιταλικό δημόσιο.
ΛΕΒΕΝΤΕΡΗΣ: Τα σύρματα δεν άντεξαν
Σχεδόν 43 χρόνια μετά το εργοστάσιο παραγωγής συρμάτων και συρματόσχοινων τερμάτισε τη λειτουργία του απόρροια της φθίνουσας παραγωγής του εργοστασίου, του ελλείμματος ανταγωνιστικότητάς του, των συσσωρευμένων ζημιών και της επιδεινούμενης κατάστασης, όπως ανακοίνωσε η εταιρεία. Στο τέλος είχε φθάσει η μονάδα να απασχολεί μόλις 18 εργαζόμενους. Η εταιρεία δραστηριοποιείται πλέον στον τομέα της εμπορίας…
ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ ΒΙΣ: Ασύμφορη λειτουργία
Η εταιρία που ανήκει στον Όμιλο Φιλίππου διέκοψε τη λειτουργία του εργοστασίου χαρτιού στο Βόλο «προκειμένου να σταματήσει η παραγωγή ζημιών από την ασύμφορη λειτουργία της μονάδας αυτής», όπως είχε ανακοινώσει σχετικά. Η ΒΙΣ ξεκίνησε την λειτουργία της το 1936 και αποτέλεσε την πρώτη βιομηχανική εταιρεία που είχε σαν αντικείμενο της τη συσκευασία, αξιοποιώντας το πιο έξυπνο και διαχρονικό παγκοσμίως υλικό, το κυματοειδές χαρτόνι.
ΦΑΓΕ (Αμύνταιο): Αποχώρηση από το γάλα
Η γαλακτοβιομηχανία αποφάσισε να αποσυρθεί απ’ την αγορά γάλακτος, την οποία πλέον θεωρεί μη επικερδή ενεργοποιώντας σχέδιο βάσει του οποίου η πρώτη κίνηση ήταν το κλείσιμο της μονάδας που είχε στο Αμύνταιο της Φλώρινας τα τελευταία δέκα χρόνια. Διατήρησε ωστόσο τις μονάδες που διατηρεί στη Μεταμόρφωση Αττικής, όπου παράγεται γιαούρτι και στα Τρίκαλα, όπου παράγονται γαλακτοκομικά προϊόντα.
Neoset: Οφειλές άνω των 60 εκατ.
Στα πλέον ηχηρά βιομηχανικά «λουκέτα» ήταν αυτό της Neoset, όπου μετά το κλείσιμο του εργοστασίου της το 2013, το 2014 έκλεισε και το δίκτυο καταστημάτων της, το οποίο συνέχιζε να λειτουργεί μέσω offshore που είχε στήσει η διοίκηση στην Κύπρο. Πέρα από τις απαιτήσεις των εργαζομένων οι οφειλές της Neoset εκτιμάται ότι ξεπερνούσαν τα 60 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 50 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε τραπεζικό δανεισμό.
Kατσέλης: Μια ηχηρή πτώχευση
Λουκέτο ηχηρότατο αυτό της πρώην Nutriart, που διαχειριζόταν το brand του Κατσέλη. Πλέον, η φίρμα Κατσέλης επαναλανσάρεται από τον Καραμολέγκο. Η Nutriart κατείχε ηγετική θέση στον κλάδο της και στο τιμόνι της είχε ισχυρούς μετόχους, τους γνωστούς επιχειρηματίες Δαυίδ-Λεβέντη. Το 2013 ωστόσο η εταιρεία κατέθεσε και τυπικά αίτηση πτώχευσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφήνοντας χωρίς δουλειά περίπου 500 εργαζομένους.
Μamidoil-Jetoil: Τραγικός επίλογος
Στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα για την προστασία από τους πιστωτές της προσέφυγε μια από τις παλαιότερες ελληνικές εταιρείες πετρελαιοειδών, η Mamidoil-Jetoil, γεγονός που συνοδεύτηκε από το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας του ιδιοκτήτη της Κυριάκου Μαμιδάκη. Η εταιρεία τον τελευταίο χρόνο βρισκόταν σε σοβαρή οικονομική αδυναμία, με αποτέλεσμα να απολέσει το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου της το οποίο δεν μπορούσε να τροφοδοτήσει με καύσιμα, καθώς δεν είχε την απαραίτητη ρευστότητα για προπληρωμή των ποσοτήτων. Το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα έντονο τις περιόδους των υψηλών τιμών, ενώ και το τραπεζικό σύστημα αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τη ρευστότητα της εταιρείας. Είχε ακουστεί ότι επρόκειτο να επενδύσει ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τζον Κατσιματίδης.
Πηγή: Παραπολιτικά