Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορεί το βιβλίο, Οι Ναζί της διπλανής πόρτας. Πώς η Αμερική έγινε ασφαλές καταφύγιο των χιτλερικών του Έρικ Λίχτμπλαου σε μετάφραση Αριάδνης Λουκάκου.
«Τα εγκλήματα που επιδιώκουμε να φέρουμε ενώπιον της δικαιοσύνης και να καταδικάσουμε υπήρξαν τόσο υπολογισμένα, τόσο κακόβουλα και τόσο ολέθρια, που ο πολιτισμός μας δεν επιτρέπεται να τα αγνοήσει, γιατί αν επαναληφθούν, αυτό θα σημάνει την ολοκληρωτική καταστροφή του». Ρόμπερτ Χ. Τζάκσον, κατήγορος στη Νυρεμβέργη (1945)
«Έχουν όλα ξεχαστεί. Έχουν όλα τελειώσει». Γιάκομπ Ράιμερ, πρώην αξιωματικός των SS, κάτοικος Νέας Υόρκης (1998)
Ο ηλικιωμένος άντρας αργοπέθαινε σ’ ένα γηροκομείο της Καλιφόρνιας μέχρι τη μέρα που ο γιος του έλαβε ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από την Ουάσιγκτον: «Γνωρίζατε πως ο πατέρας σας ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος των Ναζί και στενός συνεργάτης του Άντολφ Άιχμαν;»
Χιλιάδες Ναζί –από φύλακες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Γ΄ Ράιχ– κατέφυγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι εγκαταστάθηκαν εκεί φτιάχνοντας, διακριτικά, από την αρχή τη ζωή τους. Δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερες δυσκολίες για να μπουν στη χώρα. Χωρίς να καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες, πολλοί εξασφάλισαν την είσοδό τους στη νέα τους πατρίδα ως «πρόσφυγες πολέμου», έσβησαν μ’ ευκολία το παρελθόν τους, και τα εγκλήματα που διέπραξαν σύντομα ξεχάστηκαν.
Όμως κάποιοι από αυτούς είχαν τη βοήθεια και την προστασία της αμερικανικής κυβέρνησης. Η CIA, το FBI και ο στρατός χρησιμοποίησαν τα πρωτοπαλίκαρα του Χίτλερ ως κατασκόπους, μυστικούς πράκτορες και κορυφαίους επιστήμονες και μηχανικούς, βοηθώντας τους να «ξεπλύνουν» το παρελθόν τους.
Για πρώτη φορά, τα κάποτε απόρρητα αρχεία της κυβέρνησης και συνεντεύξεις αποκαλύπτουν ολόκληρη την ιστορία όχι μόνο των Ναζί επιστημόνων που έφτασαν στην Αμερική, αλλά και των Γερμανών κατασκόπων που τους ακολούθησαν κι έζησαν για δεκαετίες ως αξιοσέβαστοι πολίτες.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια από την άφιξή τους για να ξεκινήσουν έρευνες από ιδιώτες ερευνητές και κρατικούς εισαγγελείς με σκοπό να ανακαλυφθούν τα ίχνη των κρυμμένων Ναζί. Όμως ακόμα και τότε, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες προσπάθησαν παρασκηνιακά να προστατεύσουν από την έκθεση ένα μεγάλο αριθμό των πολύτιμων κατασκόπων τους. Σήμερα, κάποιοι Ναζί παραμένουν ακόμα στη χώρα.
Ο ερευνητής-δημοσιογράφος Έρικ Λίχτμπλαου χρησιμοποιεί ένα θησαυρό από πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα και αναρίθμητες συνεντεύξεις από διάφορους εμπλεκόμενους στην υπόθεση γι’ αυτό το ελάχιστα γνωστό κομμάτι της μεταπολεμικής ιστορίας και αποκαλύπτει την επαίσχυντη και σοκαριστική ιστορία τού πώς η Αμερική έγινε ένα ασφαλές καταφύγιο για τους άντρες του Χίτλερ.
Ο βραβευμένος με το βραβείο Πούλιτζερ ερευνητής-δημοσιογράφος των New York Times Έρικ Λίχτμπλαου αποκτά πρόσβαση στα μέχρι τώρα απόρρητα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής και σε κυβερνητικά έγγραφα και ξετυλίγει με τρόπο κινηματογραφικό το απίστευτο και σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό σκοτεινό μυστικό της Αμερικής: Χιλιάδες πρώην Ναζί, από υψηλόβαθμα στελέχη της διοίκησης των SS, μέχρι φύλακες και βασανιστές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, γιατροί, επιστήμονες και επιχειρηματίες με ενεργό ρόλο στην μέχρι τέλους μαζική εξόντωση των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων, βρήκαν μετά τον πόλεμο καταφύγιο στις ΗΠΑ όπου χρησιμοποιήθηκαν ως κατάσκοποι εναντίον των Σοβιετικών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Σε μια περίοδο αντικομμουνιστικής υστερίας η CIA, το FBI και η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ βοήθησαν χιλιάδες Ναζί να διαφύγουν στην Αμερική, να αλλάξουν ταυτότητα, να σβήσουν το αμαρτωλό τους παρελθόν και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή με αντάλλαγμα την τεχνογνωσία τους στην πολεμική βιομηχανία και τις κατασκοπευτικές τους ικανότητες.
Αλλά στις αρχές της δεκαετίας τους ’60, ο Τσακ Άλεν, ένας πεισματάρης ρεπόρτερ άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της βρώμικης αυτής σελίδας της πρόσφατης ιστορίας της Αμερικής με αποτέλεσμα μία σειρά συγκλονιστικών αποκαλύψεων και τη σύλληψη πολλών φυγόδικων που ζούσαν μέχρι τότε ανενόχλητοι στις ΗΠΑ.