Δρακόντεια τα μέτρα ασφαλείας στο δικαστικό μέγαρο για τον Τάσο Τσιουχάρα, που σκότωσε και έθαψε την Ανθή Λινάρδου σε χωράφι. Ζωντανεύουν στην Καστοριάοι μνήμες του στυγερού εγκλήματος…
Κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφάλειας ξεκίνησε στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καστοριάς, η δίκη για τη δολοφονία της 37χρονης Ανθής Λινάρδου, δράστης της οποίας φέρεται ο σύζυγός της, Τάσος Τσιουχάρας, ο οποίος μάλιστα -κατά το κατηγορητήριο- αφού τη σκότωσε, τη μετέφερε και την έθαψε σε αγρότημα της οικογένειας, στο Βελβεντό Κοζάνης. Ο κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στη δικαστικό μέγαρο Καστοριάς από τις φυλακές Γρεβενών, συνοδευόμενος από ισχυρή αστυνομική δύναμη. Έντονη ήταν η παρουσία της αστυνομίας και σε κάθε σημείο της πόλης απ’ όπου θα περνούσε η κλούβα με τον Τσιουχάρα. Αστυνομικοί βρίσκονται κι έξω από το δικαστικό Μέγαρο, ενώ έλεγχοι πραγματοποιούνται και στους εισερχόμενους στη δικαστική αίθουσα.
Ο Τάσος Τσιουχάρας αντιμετωπίζει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου τα τρία παιδιά του ζεύγους βρίσκονται στην Αθήνα υπό την προστασία και τη φροντίδα της μητέρας τής Ανθής Λινάρδου. Με την έναρξη της διαδικασίας η υπεράσπιση του κατηγορουμένου με την αιτιολογία ότι ανέλαβε πρόσφατα την υπόθεση ζήτησε αναβολή από το δικαστήριο, προκειμένου να ενημερωθεί κατάλληλα. Το δικαστήριο διέκοψε προσωρινά, προκειμένου να αποφασίσει για το εάν θα κάνει δεκτό αίτημα της υπεράσπισης.
”Γύρω στις 21.00 το βράδυ του Σαββάτου, αφού έβαλα τα παιδιά για ύπνο, τη ρώτησα αν ήθελε να φάει κρέπα και αφού μου απάντησε θετικά προσφέρθηκα να πάω να της αγοράσω. Αφού την έφαγε, πήγα στην κρεβατοκάμαρα όπου καθόταν μόνη της και γύρω στις 22.00 έκατσα μαζί της για να μιλήσουμε. Η συζήτηση αφορούσε την απόφαση της Ανθής να χωρίσουμε και να πάρει μαζί της τα παιδιά. Αυτή την απόφαση την είχε πάρει εδώ και μήνες και μου την είχε ανακοινώσει σε προγενέστερο χρόνο”.
”Κάποια στιγμή η Ανθή μου ανέφερε ότι δεν περνούσε καλά στο χωριό και ότι ένας από τους λόγους ήταν η κακή σχέση με τη μητέρα μου. Της έλεγα ότι η μητέρα μου δεν ενοχλεί και δεν έρχεται απρόσκλητη στο σπίτι και αυτή απαντούσε ότι της έκανε πόλεμο νεύρων. Κάποια στιγμή μου είπε ”άντε γαμ… εσύ και η μάνα σου”. Βγήκα εκτός εαυτού και την έπιασα από το λαιμό. Αυτή άρχισε να φωνάζει και με γρατζούνισε στο πρόσωπο. Στην προσπάθειά μου να την κάνω να σωπάσει της έκλεισα το στόμα, ενώ ταυτόχρονα έσφιγγα το λαιμό και την χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια της πάλης μάτωσε η μύτη της και λερώθηκαν τα σεντόνια”