Ο Γιάννης Ντεντόπουλος αποσυνδέει τη μαγεία του Δημήτρη Διαμαντίδη από τους αριθμούς και μετά από το ονειρεμένο «αντίο» διαπιστώνει ότι «υπάρχει ελπίς».
Οποιοσδήποτε προσπαθήσει να περιγράψει το φαινόμενο που λέγεται « Διαμαντίδης», απαριθμώντας ομαδικούς τίτλους, αραδιάζοντας τις ατομικές διακρίσεις του, καταγράφοντας τα ξεχωριστά αγωνιστικά χαρακτηριστικά του και υπενθυμίζοντας αξέχαστα καλάθια του, άθελά του τον αδικεί. Αλίμονο αν μερικοί αποστειρωμένοι αριθμοί, όσο εντυπωσιακοί κι αν φαντάζουν, αρκούσαν να αποκαλύψουν ολόκληρη τη μαγεία που άφησε πίσω του.
Ακόμη και το «13» της φανέλας του, που «αναλήφθηκε στους ουρανούς» του ΟΑΚΑ, πρέπει να είναι ο δεύτερος αγαπημένος αριθμός του Δημήτρη μετά τον …πληθυντικό. Πάντα το «εμείς» προτιμούσε να χρησιμοποιεί. Το «εγώ» το επιστράτευε μόνο όταν επεδίωκε να πάρει στις πλάτες του ευθύνες, ακόμη κι αυτές που δεν του αναλογούσαν, τις φορές που τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά. Αν τον είχε προλάβει ο αείμνηστος Αντώνης Σαμαράκης, θα αισθανόταν την ανάγκη να γράψει μετά το θρυλικό «Ζητείται ελπίς» και το «Υπάρχει ελπίς».
Γιατί πραγματικά «Υπάρχει ελπίς» όταν φτάνει στο σημείο να απολαύσει τέτοιες τιμές ένα σεμνό παιδί από την Καστοριά, το οποίο από τη μέρα που ξεκίνησε μέχρι τη μέρα που είπε «αντίο» παρέμεινε αμετακίνητο στο «είναι» και απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι το «φαίνεσθαι», που επέμενε ότι «τα καλύτερα λόγια είναι τα έργα», που έγινε άντρας διαμορφώνοντας την προσωπικότητά του διαλέγοντας ελεύθερα τις ανθρώπινες επιθυμίες έπρεπε να θυσιάσει για να πετύχει έναν ανώτερο σκοπό, που αναδείχθηκε ηγέτης χωρίς να το επιδιώκει, να το εκβιάζει ή να το φωνάζει για να το πιστέψει πρώτα ο ίδιος, που επιβεβαίωσε την άποψη του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου ο οποίος επέμενε ότι «το μικρό ταλέντο κουράζεται, ενώ το μεγάλο επιμένει», που την ώρα των μεγάλων ευχαριστιών, με όλη την μπασκετική κοινότητα στα πόδια του, ανέφερε όλα τα ονόματα των αφανών στελεχών της ομάδας με τους οποίους μοιραζόταν την καθημερινότητά του, που…, που… που…
Το δύσκολο για τον Παναθηναϊκό, μετά από 12 χρόνια Διαμαντίδη δεν είναι να φτιάξει καλύτερη ομάδα. Ούτε να καταλάβει πόσο θα του λείψει. Το δύσκολο είναι να αντέξει χωρίς αυτόν. Αυτόν που ως εγγυητής έμπαινε μπροστά και τον βοηθούσε να αντέξει στις αναπόφευκτες κρίσεις προέκυπταν είτε μετά από μια αποτυχία, είτε μετά από μια επιτυχία. Τότε είναι που χοροπηδάνε τα «εγώ» και οι σέρνονται οι « αρρώστιες» του. Είναι οι στιγμές που οι σχέσεις δοκιμάζονται. Οι ετοιμόρροπες διαλύονται και οι ισχυρές ενισχύονται.
Υπό αυτή την έννοια, τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρηση του Ομπράντοβιτς, κλείνει άλλο ένα μεγάλο πράσινο κεφάλαιο. Και κλείνει γλυκά. Με πολύ συγκίνηση και μπόλικο δάκρυ. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, βλέποντας ένα παιδί της διπλανής πόρτας να αποχωρεί όπως, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, ονειρευόταν: «Μην κλαις επειδή τελείωσε, χαμογέλα επειδή συνέβη»! Γιατί αυτό που έγινε, μεταξύ μας, δεν είναι πάντα αυτονόητο.