Για ένα μυστήριο λόγο η πόλη μεράκλωσε στα χρόνια του ογδόντα ανατολικά. Από τη Βασιλίσσης Όλγας μέχρι την Τούμπα και την Τριανδρία. Σε αυτόν τον άξονα κινήθηκε η νύχτα της πόλης. Η πιο ψαγμένη.
Στην οδό Φλέμιγκ γράφτηκε ίσως η πιο σημαντική ιστορία εκείνων των χρόνων. Εκεί μια παρέα νέων ανθρώπων ξεκίνησε στην αρχή από χόμπι σε ένα άδειο μικρό μαγαζί ένα είδος μπουάτ. Εκείνο το πρώτο μαγαζί κράτησε μερικούς μήνες και επειδή προκλήθηκε ο χαμός στόμα με στόμα αποφάσισαν να το μεταφέρουν σε ένα μεγαλύτερο χώρο δίπλα.
Δημιούργησαν λοιπόν με ελάχιστα μέσα ένα μουσικό χώρο που έμελλε να γίνει το στέκι όλης της πόλης. Το όνομα του το αποφάσισε τελικά το κοινό. Το μαγαζί μπαίνοντας είχε ένα λευκό πίνακα για να γράφει ο καθένας ότι ήθελε. Εκεί λοιπόν μπήκαν υποψήφια ονόματα για το μαγαζί. Επειδή η παρέα αυτή που το άνοιξε σύχναζε στη Φούρκα τα καλοκαίρι και έπαιζε ένα παιχνίδι στην άμμο με δεκαπλούν πρότειναν και το όνομα ‘’Δέκα βήματα στην άμμο’’ το οποίο τελικά επέλεξε το κοινό για όνομα του μαγαζιού. Βρισκόμαστε στη σεζόν 1979-1980.
Η προηγούμενη ενασχόληση της παρέας με το τραγούδι ήταν ερασιτεχνική. Κάτι φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών, κάτι φοιτητικές συνάξεις. Αλλά η αγάπη για το ποιοτικό ελληνικό τραγούδι μεγάλη. Ο Νίκος Τσιλινίκος, ψυχή του μαγαζιού εργαζόταν στην ΕΚΟ. Αυτή ήταν η βασική δουλειά του. Λάτρευε όμως τα τραγούδια του Αντώνη Καλογιάννη και είχε και καλή φωνή. Μάζεψε λοιπόν μερικούς φίλους και ξεκίνησαν. Σε μια γειτονιά έκτος κέντρου που δεν ήταν και πιάτσα. Από την αρχή άρχισαν να πηγαίνουν φοιτητές. Να γεμίζουν το μαγαζί. Από το κοινό όποιος ξεχώριζε για τη φωνή του ανεβαίνει στο πάλκο και τραγουδά ή παίζει. Έτσι δημιουργείται η κομπανία του μαγαζιού. Δέκα άτομα. Το πρόγραμμα διαμορφώνεται από κοινού. Μαζεύονται κάθε Κυριακή στο πατάρι του και αποφασίζουν για τα τραγούδια. Και παίζουν. Επτά μέρες την εβδομάδα. Κάθε νύχτα. Από τις 8 το βράδυ μέχρι τις 12:30. Το Σάββατο από τις επτά. Πολιτικό τραγούδι της δεκαετίας του εβδομήντα, έντεχνο και λίγο λαϊκό. Και γίνεται το κλάμα. Η Φλέμιγκ κλείνει από κόσμο. Κρατήσεις δεν γίνονται και όποιος προλάβει τον κύριο βλέπει. Για όσους δεν προλαβαίνουν ο Νίκος έχει βρει τη λύση. Έχει φτιάξει στο γνωστό πίνακα ένα χάρτη με τις υπόλοιπες μουσικές σκηνές που είναι σε κοντινή απόσταση. Και τους στέλνει εκεί.
Ήμασταν καλοί γιατί ήμασταν ερασιτέχνες, λέει σήμερα. Στα τραπέζια του γίνεται το λαϊκό προσκύνημα. Συναντούσες από το Δημήτρη Μαρωνίτη μέχρι το Ντίνο Ηλιόπουλο. Και από τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου με καπέλο και πίπα μέχρι τον Γιάννη Πάριο που το λάτρευε. Και βέβαια όλη την πόλη. Φοιτητές ως επί το πλείστον που τριάντα χρόνια μετά συναντούν τον Νίκο και του εξομολογούνται πως γνώρισαν τη γυναίκα ή τον άντρα της ζωής τους εκεί. Παρέες που ακόμα θυμούνται τις ιστορικές του νύχτες. Γιατί τα Βήματα δεν ήταν ένα συνηθισμένο μαγαζί. Από τα πιο αγαπημένα κομμάτια της νύχτας του ήταν η ώρα των ταλέντων. Για μισή ώρα κάθε νύχτα όποιος πίστευε ότι έχει ταλέντο ανέβαινε και τραγουδούσε. Και αποθεώνονταν. Και τα διαλείμματα με κλασική μουσική που ανέβαιναν στο πάλκο μουσική κλασικής και έπαιζαν κομμάτια. Και αυτοσχέδιες παραστάσεις. Σαν την ερμηνεία του Ζαβαρακατρανέμια με τον Τσιλινίκο επί σκηνής και τους υπόλοιπους της κομπανίας σκορπισμένους στο πλήθος, ή το ανέβασμα του Αριστοφάνη στα θυμαράκια του Σαββόπουλου, την Εργατική Συμφωνία του Μούτση και άλλα πολλά. Οι καλλιτέχνες πληρώνονται καλά, στη μόδα γίνονται οι κομπανίες. Αποθεώνονται.
Ήταν τέτοιο το πάθος του κόσμου που αποτυπώνονταν και στον περίφημο πίνακα. Τα σημειώματα έδιναν και έπαιρναν. Παντός είδους. Πολλά από αυτά και ερωτικού περιεχομένου. Και τα περισσότερα με αποδέκτη το μεγάλο γόη του μαγαζιού, τον τραγουδιστή Δημήτρη Νικολούδη που συγκέντρωνε τη λατρεία όλων των κοριτσιών.
Τα κορίτσια και τα αγόρια της εποχής έχουν το αγαπημένο τους ποτό. Τη Ρετσίνα Δεμέστιχα. Κάθε νύχτα άπειρες άδειες κάσες με ρετσίνες στοιβάζονται εκεί. Και φωτογράφοι πάνε και έρχονται και φωτογραφίζουν παρέες στα τραπέζια με αναμνηστικές φωτογραφίες. Εκτός από το Δημήτρη Νικολούδη που έκανε μεγάλη καριέρα μετά ξεχώρισε και ο μπουζουκτσής Δημήτρης Ατζέμης. Η γειτονιά βγαίνει στα μπαλκόνια τα μεσάνυχτα που σχόλαγε το πρόγραμμα και βλέπει τα πλήθη να αποχωρούν ευτυχισμένα. Μερικοί παραπονιούνται για το θόρυβο όμως ο Τσιλινίκος που έχει μανία με τον καλό ήχο φέρνει ειδικό μηχάνημα από το πανεπιστήμιο για την ηχομέτρηση και παίρνει τα κατάλληλα μέτρα. Μόνο μια νύχτα μια ένοικος της πολυκατοικίας νοιώθει το βουητό να φτάνει στο κρεβάτι της και τότε κατεβάζουν τα μπάσα της ορχήστρας.
Το μαγαζί γίνεται θεατρικό στέκι των κοντινών θεάτρων. Ηθοποιοί, θίασοι, φίλοι του Νικολούδη έρχονται στα τραπέζια του τα βράδια. Έκτος από τα βασικά μικρόφωνα των τραγουδιστών από το πατάρι κρέμονται και άλλα 4 μικρόφωνα για την ορχήστρα που τραγουδά σιγοντάροντας. Γίνεται το κλάμα. Κυκλοφορεί μέχρι και ένα βιβλίο με το όνομα του μαγαζιού. Ο Βασίλης Χατζηβασιλείου ονομάζει έτσι το βιβλίο του ως ένα φόρο τιμής.
Οι εποχές αλλάζουν και μαζί ο κόσμος. Αρχίζουν να βγαίνουν αργά. Υπάρχουν και μια σειρά προβλήματα συνεννοήσεων και τελικά κλείνει το 1993. Ο Τσιλινίκος δεν μπορεί να καθίσει ήσυχος. Έχει συνταξιοδοτηθεί από την ΕΚΟ και λίγα χρόνια αργότερα το 2002 παρουσιάζει μια ακόμα εκδοχή του στην Ευζώνων χαμηλά. Με άλλο concept, ακριβή διακόσμηση και θαμώνες όλων των ειδών. Ακόμα και πολιτικούς. Από το Στέλλιο Παπαθεμελή μέχρι τον πρίγκηπα Νικόλαο! Όμως οι εποχές έχουν αλλάξει και τα μουσικά γούστα του κοινού. Το μαγαζί δεν καταφέρνει να κάνει την επιτυχία του πρώτου χώρου και κλείνει. Άδοξα.
Αφήνοντας πίσω τη βοή του μύθου. Ενός μυθικού στεκιού της δεκαετίας του ογδόντα. Ο Νίκος βάζει ξανά σε μια ζελατίνα τις φωτογραφίες. Και μαζί τις αναμνήσεις του.
Ο αγαπημένος του και αγαπημένος της πόλης χώρος της Φλέμινγκ σήμερα ζει μια νέα ζωή. Η σκηνοθέτης Γλυκερία Καλαϊτζή με την ομάδα Πασατέμπο αποφάσισαν να μεταμορφώσουν τον εγκαταλειμμένο χώρο σε ένα μοντέρνο θέατρο.
Το Θέατρο Τ το διαμόρφωσε η θεατρική ομάδα Passatempo και λειτουργεί από τον Οκτώβριο του 2014. Η απόφαση για τη δημιουργία του ήταν, θα λέγαμε, προϊόν μιας ανάγκης. Έχοντας περάσει αρκετές περιπέτειες ως “άστεγη» ομάδα και νιώθοντας απογοητευμένοι από την ακαταλληλότητα πολλών από τα μικρά λεγόμενα (συνήθως υπόγεια) θέατρα της πόλης πήραμε την απόφαση να ψάξουμε για έναν χώρο που θα τηρούσε κάποιες από τις προδιαγραφές που εμείς θεωρούσαμε αναγκαίες για το ανέβασμα μιας παράστασης. Η αναζήτηση δεν διήρκησε πολύ. Ο χώρος στη Φλέμινγκ 16 είχε σχεδόν ό,τι αναζητούσαμε: ισόγειο, ψηλοτάβανο, μεσαίας χωριτήκοτητας, μεσαίου μεγέθους σκηνή, βοηθητικοί χώροι για το κοινό και τους εργαζόμενους. και εύκολη πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ήθελε πολύ προσωπική δουλειά γιατί ο προϋπολογισμός μας ήταν πολύ περιορισμένος!
Έτσι λοιπόν με μεράκι, προσωπική δουλειά και βοήθεια φίλων στο θρυλικό χώρο δημιουργήθηκε ένα θέατρο 80 περίπου θέσεων σπίτι πια για άστεγες ομάδες της πόλης και φιλοξενούμενες παραστάσεις. Ήταν στο κάρμα του χώρου να συνεχίσει να προσφέρει ωραίες νύχτες.