Μια παλαιότερη συνέντευξη του Τέρρυ Παπαντίνα
Θα πρέπει να παραδεχτώ οτι ο πρώτος που ανακάλυψε το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ (από την παρέα μου –έτσι;) ήταν ο Παναγιώτης ο Κούστας. Στο μπλογκ του διάβασα οτι κυκλοφόρησε –τον θυμόμουν καλά τον Θόδωρο Παπαντίνα. Τον θυμόμουν επειδή συμμετείχε στην πρώτη κανονική συναυλία που είδα στη ζωή μου –ήταν Κυριακή πρωί, στο Παλαί της Γλυφάδας. Τα φιλαράκια μας οι Stress θα άνοιγαν τη συναυλία, μετά θα έπαιζε ο Σιδηρόπουλος με την Εταιρεία Καλλιτεχνών. Τελικά ο Σιδηρόπουλος δεν ήρθε –«για λόγους ανωτέρας βίας» είχε πει στο μικρόφωνο ο Παπαντίνας, αλλά δεν ήταν εκεί το θέμα. Η πρώτη μου κανονική ροκ συναυλία –τουτέστιν, εκεί που καθόμασταν καπνίζοντας σκάσανε 5-6 μυστήριοι με καμπαρτίνες, καπέλα, κάτι γκόμενες εντελώς σελιλόιντ, μείναμε μαλάκες! Αυτοί λοιπόν ήταν οι μυθικοί ρόκερς; Αυτοί ήταν η Εταιρεία Καλλιτεχνών. Που πλακώθηκαν σε κάτι μπλουζιές πανοραμικές και τρισδιάστατες, είδαμε το Μισσισιπή και φλέγεται και τον Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον να βλέπει καλύτερα από κουκουβάγια! Εντάξει, ήμασταν μαλακισμένα κωλόπαιδα και στήσαμε μερικούς καυγάδες εκεί πέρα, αλλά η συναυλία παραμένει για μένα θρυλική.
Μετά τον Κούστα, άκουσα για το ντοκιμαντέρ από μια φίλη μου (πολύ κινηματογραφική) –έτυχε να το δει κι από τότε κόλλησε. Λάτρεψε τον Παπαντίνα, έφαγε τον κόσμο να βρει το σιντί του, έφτασε μέχρι Μύκονο για να τον ακούσει σε κάποιο μπαράκι που έπαιζε…
Όλα αυτά ήταν σημαντικές ενδείξεις –για μένα.
Έτσι λοιπόν, τραβολόγησα την Tomboy για τον Μικρόκοσμο, εκεί μας περίμενε ο Κούστας που είχε ήδη δει δυο φορές (κολλητά) την ταινία κι ετοιμαζόταν να τη δει και τρίτη…
T 4 Trouble –μάγκες και φέρτε μαζί σας ανταλλακτικές κιλότες όταν πάτε να το δείτε, επειδή σίγουρα θα σας σπάσουν τα λάστιχα μέσα στη σκοτεινή αίθουσα.
Κάνω μια παρένθεση για να κλιμακώσω την αγωνία: όπως γνωρίζουν οι φίλοι μου λατρεύω να μισώ τη γενιά του ’70, αυτή τη γαμημένη γενιά του Πολυτεχνείου. Που μας έσπασε τ΄αρχίδια με τα ανδραγαθήματά της, που έζησε σε μια εποχή όπου τα ροδάκινα ήταν μεγάλα σαν καρπούζια και τα καρπούζια μεγαλύτερα από τα αστικά λεωφορεία. Αυτή λοιπόν η ταινία για τον Παπαντίνα μου θύμισε οτι, πέρα από το μίσος μου, η γενιά του ΄70 ήταν υπεύθυνη για μερικούς από τους μεγαλύτερους προσωπικούς μου μύθους. Χέσε το Πολυτεχνείο τώρα –μιλάμε για τα πραγματικά ζόρικα άτομα.
Διάβασα κάτι κριτικές σχετικά με την ταινία αυτή –όλοι σχεδόν οι θετικοί γράφανε περί ναρκισσισμού του Παπαντίνα, που τον οδήγησε στην αυτοκαταστροφή και άλλα τέτοια κολοκύθια τούμπανα. Εντάξει, τα άτομα δεν έχουν επαφή με το αντικείμενο και το αντικείμενο λέγεται «ροκ περσόνα». Πως λέμε Τζιμ Μόρισον; Κιθ Μουν; Μικ Τζάγκερ; Κιθ Ρίτσαρντς; Ίγκι Ποπ; Μπράιαν Τζόουνς; Έχεις ακούσει, κάτι σχετικό;
Λέγανε οι άνθρωποι που θυμόντουσαν τον Παπαντίνα στη Θεσσαλονίκη του ’70: «Όταν τον πρωτοείδαμε τρελαθήκαμε –τι ήταν αυτός; Λες και είχε έρθει από άλλο πλανήτη -ντύσιμο, συμπεριφορά… Σκεφτόμασταν πως αν τον ακολουθήσουμε θα βρούμε τον άλλο δρόμο… Πολλές γυναίκες έκαναν την προσωπική τους απελευθέρωση χρησιμοποιώντας τον Παπαντίνα…» Κατάλαβες τι εννοώ; «Το πήγε πολύ μακριά, αλλά φίλε, ήξερε να παίζει κιθάρα/ Κι όταν έκανε έρωτα με το εγώ του ο Ζίγκι ρουφήχτηκε από το ίδιο του το μυαλό/ σαν κάποιος λεπρός μεσσίας/ όταν τα παιδιά τον σκότωσαν έπρεπε να διαλύσω τη μπάντα». Κατάλαβες; «Ο Ζίγκι έπαιζε κιθάρα», μαλάκα.
Κι ο Μικ Ρόνσον επίσης. Κι ο Θόδωρος (Τέρρι) Παπαντίνας.
«Να παίζω κιθάρα, αυτό θέλω μόνο. Να είμαι με άλλους, να παίζουμε μαζί σε κάποιο μαγαζί, να περνάμε ωραία και μετά να περιμένω να πληρωθώ και να σηκωθώ να φύγω –να γυρίσω σπίτι μόνος μου, να μιλήσω με τις σκιές μου…»
Δε θέλω να γράψω πολλά για το ντοκιμαντέρ –επειδή δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο ντοκιμαντέρ. Αυτό το πράγμα είναι ταινία κανονική, με υπόθεση, πρωταγωνιστές, κομπάρσους, καλούς, κακούς, μαλάκες, συναίσθημα… Αυτό το πράγμα πρέπει να το στείλει ο Δημήτρης ο Αθυρίδης που το γύρισε, θα πρέπει λοιπόν να το κόψει σε ένα ντιβιντί και να το στείλει στον Αρονόφσκι για να του δείξει πως γυρίζεται μια ταινία για έναν ξεπεσμένο θρύλο. Επειδή ο Αθυρίδης ξέρει πως γίνεται και το απέδειξε –εντάξει;
Αλήθεια –ποιος είναι αυτός ο Αθυρίδης; Από που ξεφύτρωσε; Πως κατάφερε να φτιάξει την καλύτερη ελληνική ταινία (δεν είναι απλώς ντοκιμαντέρ αυτό) της τελευταίας δεκαετίας; Δεν ξέρω –το μόνο που ξέρω είναι οτι τα κατάφερε και μπράβο του.
Δεν θέλω να γράψω για όλα αυτά που δείχνει η ταινία –δεν θέλω να προδώσω την υπόθεση (ναι μάγκα μου –υπάρχει υπόθεση!), δεν θέλω να κάψω τις δυνατές σκηνές της αποκαλύπτοντάς τες.
Δανείστηκα μια φράση του Παπαντίντα για τίτλο, δανείστηκα μια κουβέντα του παραπάνω –θα δανειστώ κι άλλη μια φράση το στο κλείσιμο. Επειδή ο άνθρωπος ΜΙΛΑΕΙ κι αν μπορείς να τον ακούσεις είσαι τυχερός, αν δεν μπορείς είσαι απλώς κρετίνος.
Τι εννοώ; Πάρε μάτι:
Το «Τ4 Τrouble Αnd Τhe Self Αdmiration Society- Τhe music and life of Τerry Ρapadinas» του Δημήτρη Αθυρίδη πραγματεύεται τον ασυμβίβαστο ροκά Θόδωρο Παπαντίνα, ο οποίος πήρε την κατιούσα λόγω της αυτοκαταστροφικής διάθεσής του. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Ο 55άρης Παπαντίνας γκρινιάζει μπροστά στον φακό, κομπάζει για τις μοναδικές ικανότητές του (« δεν έπαιζα κιθάρα για τον Παύλο Σιδηρόπουλο• ο Σιδηρόπουλος τραγουδούσε για την κιθάρα μου»), ζητεί δανεικά, βρίζει τον αδελφό του που αδιαφορεί για την κατάντια του. Ενδεχομένως ο Παπαντίνας να είναι όντως ένας καλός παραγνωρισμένος μουσικός (ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλά για αυτόν), αλλά δεν κατάλαβα τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να με απασχολήσουν τα προβλήματά του. Αν ο Παπαντίνας ήταν η αφορμή για έναν γενικότερο σχολιασμό της ροκ σκηνής των 70s, η ταινία θα είχε κάποιο νόημα». Αυτά γράφει για την ταινία ο Γιάννης Ζουμπουλάκης –να προσθέσω παρενθετικά οτι στο ίδιο κείμενο, παραπάνω, αναφέρεται στον ηθοποιό Πουλικάκο σαν«εγγύηση» (εγγύηση τίνος πράγματος;) και παρακάτω ψιλοχύνει με το ντοκιμαντέρ «Νικαριά μου» -μιλάμε για τέτοιο ψαγμένο άτομο!
Λοιπόν –το περιστατικό που περιγράφει ο Ζουμπουλάκης, το διηγείται μια παλιά γκόμενα του Παπαντίνα και έχει ως εξής: «Έξω από το μαγαζί ήταν ακόμα κόσμος και λεει μια κοπέλα ‘αυτός είναι ο Παπαντίνας που έπαιξε με τον Σιδηρόπουλο’ και γυρνάει ο Θόδωρος και της απαντάει ‘μωρή ελεεινή –ο Σιδηρόπουλος έπαιξε με το συγκρότημα του Παπαντίνα’!» Όσοι έτυχε να δουν τον Σιδηρόπουλο εκτός σκηνής θα αναγνωρίσουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και των δυο τους στον τρόπο συμπεριφοράς (απλά ο Σιδηρόπουλος είχε κάποιους να τον κρατάνε για να μη διαλυθεί, ενώ ο Παπαντίνας όχι). Όσοι έχουν μια, έστω, μικρή επαφή με το ροκ, θα εκστασιαστούν από τη γνωριμία τους με τον Παπαντίνα. Όσοι πάλι, είναι βαρετοί ηλίθιοι δημοσιογράφοι, θα συμφωνήσουν με το άρθρο του Ζουμπουλάκη.
Επειδή το ροκ δεν είναι για όλους –συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, πώς να το κάνουμε; Εγώ λάτρευα κάτι κωλόπαιδα πρεζάκηδες που «έζησαν γρήγορα, πέθαναν νέοι, για να κάνουν ωραίο κουφάρι», άλλοι πάλι τους θεωρούσαν μαλάκες και ξοδεμένους . «Βαρετούς losers»που λέει κι ο Ζουμπουλάκης. Εμένα με γοήτευσε το σύνθημα: «Γεννηθήκαμε για να χάνουμε –όχι για να διαπραγματευόμαστε». Άλλοι «δεν καταλαβαίνουν το λόγο γιατί θα έπρεπε να τους απασχολούν όλα αυτά». Σωστοί –αλλά τότε γιατί ασχολούνται με πράγματα που δεν καταλαβαίνουν; Πήγα εγώ να γράψω για τον «ιδιαίτερο τρόπο σκέψης της Ικαρίας»; Δεν πήγα!
Κι αν ασχολήθηκα κάπως με το κείμενο του Ζουμπουλάκη είναι γι΄αυτή τη φράση: «κομπάζει για τις μοναδικές του ικανότητες». Όποιος δει την ταινία θα καταλάβει οτι απαιτείται τεράστια δόση κρετινισμού, αχαλίνωτη ξεδιαντροπιά και αναισθησία επιπέδου οικοδομικής τσιμεντοκολώνας για να γράψεις μια τόσο μεγάλη μαλακία.
Να κλείσω με μια ακόμα φράση του Παπαντίνα, την οποία λεει μετά το τέλος της ταινίας αναφερόμενος σε έναν πρεζέμπορο αλλά και πρεζόνι ταυτόχρονα: «Άμα είσαι άρρωστος, έχεις πελάτη τον εαυτό σου». Ξέχνα την πρέζα κράτα μόνο την αρρώστια –σκέψου το γενικότερα αυτό.