Οι φίλες μου είναι νεράιδες. Μαζί κατοικούμε στο παρακμιακό κέντρο της πόλης παρέα με γέρους και αλήτες-πουλιά. Οι φίλες μου ξέρουν να λένε τον καφέ, να ερμηνεύουν τα όνειρα που βλέπουν τις σκοτεινές νύχτες και να χορεύουν με τα ξωτικά την άνοιξη στα πυκνά δάση. Οι φίλες μου νομίζουν πως είμαι σπουδαία συγγραφέας, ή μεγάλη φωτογράφος, ή κάτι μπερδεμένο ανάμεσα σ αυτά τα δύο. Εγώ βέβαια δεν είμαι τίποτα απ´ όλα αυτά, είμαι ακριβώς ίδια με αυτές τις αστραφτερές υπάρξεις που λάμπουν στην ζωή μου και την κάνουν ακριβή. Το φως από τις φίλες μου δεν το βλέπουν οι άλλοι, προς τα μέσα φέγγει, σαν εσωτερικός ήλιος τις φωτίζει και κάνει το δέρμα και την σκέψη τους διάφανη σαν γιαπωνέζικη πορσελάνη.
Όταν με βαριούνται φεύγουν και χάνονται στην ασημένια άσφαλτο που κατηφορίζει προς την λίμνη και τότε εγώ κάθομαι και κλαίω που τις έχασα, κλαίω τόσο πολύ που στερεύουν τα δάκρυά μου και κάποια από αυτά γίνονται μαργαριτάρια, τα κρεμάω με χρυσή αλυσίδα γύρω απ´ το λαιμό μου και τις νύχτες που κοιμάμαι τα ακουμπάω στο μέρος της καρδιάς.
Οι φίλες μου κάθε άνοιξη μου χαρίζουν και από κάτι, μία λευκή ελπίδα σαν άγραφη κόλλα χαρτί, μια κόκκινη παπαρούνα σαν την ερωτευμένη άνοιξη, ένα ποτήρι γεμάτο κρασί σαν το μεθυσμένο μου μυαλό, μία ανθοδέσμη μαργαρίτες σαν τις μεγάλες αμφιβολίες της ύπαρξης. Οι φίλες μου δεν μου λεν σ αγαπώ, μου κάνουν μεγάλες αγκαλιές χωρίς λόγια, μου κρατάνε σφιχτά το χέρι όταν πονάω, πίνουνε λικέρ μαστίχα μαζί μου τις νύχτες και όταν μας πνίγει ένα αβάσταχτο αχ, μαζί ακούμε τα αηδόνια της νύχτας που τραγουδάνε για μας ήχους πανάρχαιους…