Γράφει ο Γιώργος Τ. Αλεξίου
– Τα τρία γειτονικά χωριά, Βογατσικό, Γέρμας και Κωσταράζι Καστοριάς έχουν πληθυσμό όμαιμο, ομόγλωσσο και με κοινά ήθη και έθιμα. Οι γεωγραφικές θέσεις τους ορίζουν τις κορυφές ενός νοητού τριγώνου που ομοιάζει με πυροστιά, γι’ αυτό οι κάτοικοί τους τα βλέπουν ως ένα σύνολο και τ’ αποκαλούν γενικά με την ονομασία “Πυροστιά”. Ρωτάς π.χ. έναν Γερμανιώτη από πού είναι, και απαντάει αόριστα από την Πυροστιά, εννοώντας ότι διαμένει σε κάποιο απ’ τα προαναφερόμενα τρία χωριά.
Οι κάτοικοι των χωριών της “Πυροστιάς” είναι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους, “συνομιλούν με τα μάτια”, υποστηρίζει ο ένας τον άλλον και πολλάκις αστειεύονται και αλληλοπειράζονται. Έτσι π.χ. αποκαλούν σκωπτικά τους Κωσταραζινούς “Ρουμπόξυλα” και “Αρμένδις” (= ταλαίπωρους), τους Βογατσιώτες “Κυρκιά” (= ανόητους) και τους Γερμανιώτες “Καπντζμένους” (= καπνισμένους, τυραννισμένους).
Τα ερείπια του παλαιού Κωσταραζίου. |
Οι ίδιοι κάτοικοι, οι “Πυροστιώτες”, διηγούνται για το καθένα απ’ τα τρία χωριά διάφορες εύθυμες ιστορίες. Μερικές τέτοιες ιστορίες που αναφέρονται στο Βογατσικό, στο Κωσταράζι και στους κατοίκους τους παρουσιάζονται ακολούθως.
- 1) Ιγώ … το γομάρ’
Μια γυναίκα Βογατσιώτισα έχασε κάποτε του γουμάρ’ τ’ς (: το γαϊδούρι της) κι έστειλε τον ανεψιό της να το βρει και να το φέρει στο σπίτι της. Εκείνος έψαξε, το βρήκε, το έφερε έξω απ’ την πόρτα της και φώναξε:
- – Αμώ νιάνια (= Καλή μου θεία).
- – Ποιος είνι; ρώτησε αυτή.
- – Ιγώ … του γουμάρ’! απάντησε ο ανεψιός της (σ.σ. παρέλειψε τη λέξη έφερα).
- 2) Η “λάβα” και οι Βογατσιώτες
Ένας Γερμανιώτης είπε κάποια μέρα στους συγχωριανούς του:
“Ιχτές απού ’μαν μέσ’ στου σπίτ’,
Άκ’σα λάβα (= άκουσα φωνές, θορύβους),
Θάρ’σα ανθρώπ’ (= νόμισα ότι ήταν άνθρωποι),
βήκα όξου (= βγήκα έξω),
Μπουγατσιώτ’ (= ήταν Βογατσιώτες)…(σ.σ. υπονοείται, ότι οι Βογατσιώτες δεν είναι άνθρωποι!).
Γερμανιώτες στην πλατεία του χωριού τους λένε ¨χουρατά”. |
- 3) Η Βάϊα σέρνει την αρμιά
α) Σέρνω (= έχω σεξουαλικές ορμές).
β) Σέρνω την αρμιά (= ανακινώ την άλμη όπου έχω τα λάχανα).
Κάποια γυναίκα Βογατσιώτισσα πήγε έξω απ’ το σπίτι μιας γειτόνισσάς της και φώναξε:
- – Αμώ Βάϊα, έβγα μου όξου να σι πω!
- – “Δεν μπουρώ τώρα, σέρνου κι ’γώ κι η θυγατέρα μ’ !”, απάντησε η Βάϊα…
- 4) “Ου Μπουγατσιώτ’ς”
Οι Κωσταραζινοί και οι Γερμανιώτες ονομάζουν “Μπογατσιώτ’” (= Βογατσιώτη) το μικροαντικείμενο που τοποθετούν κάτω από ένα έπιπλο που γέρνει λίγο, για να το ισορροπήσουν σε κατακόρυφη θέση.
Π.χ. λέει κάποιος στον φίλο του: “Του τραπέζ’ μας βαΐζ’ (= γέρνει), βάλι έναν “Μπουγατσιώτ’” κάτω απ’ το ποδαρκό τ’”. Και αμέσως αυτός τοποθετεί μια μικρή σφήνα και το τραπέζι ισορροπεί.
Οι Κωσταραζινοί, μόνον αυτοί, ονομάζουν “Μπουγατσιώτ’” και τον μεγάλο σφηνόμορφο τάκο, που τοποθετούν οι οδηγοί των τριαξονικών φορτηγών αυτοκινήτων πίσω στις ρόδες τους, όταν τα σταθμεύουν σε ανηφορικούς δρόμους, για να μην κυλήσουν στον κατήφορο.
Αγελάδες το προαύλιο του Παλαιού Κωσταραζίου. |
- 5) Στο Κωσταράζι για μαλλί…
Μερικοί Βογατσιώτες και Γερμανιώτες, κάθε φορά που συναντούν κάποιον φίλο τους Κωσταραζινό, λένε δυνατά την παροιμιακή – περιπαιχτική φράση: “Στου Κωσταράζι για μαλλί, στου Ντριάνοβου (= Δρυόβουνο) για κράνα”.
- 6) Ο Σύλλογος Σ.Φ.Υ. Κωσταραζίου
Πριν αρκετά χρόνια, μερικοί γλεντζέδες και χωρατατζήδες Κωσταραζινοί είχαν ιδρύσει τον περίφημο Σύλλογο Σ.Φ.Υ. (= Σκ.., Φαΐ & ’Υπνο)! Για να γίνει κανείς μέλος σ’ αυτόν το Σύλλογο έπρεπε να είναι “Ρουμπόξυλου” κι “Αρμέντς” και να “ορκιστεί” σε μία παμπάλαια κολοκοτρωνέικη χαντζάρα!.
ΣΗΜ. Ο γράφων Γιώργος Αλεξίου είναι Γερμανιώτης, κατάγεται δε και από το Βογατσικό, και από το Κωσταράζι.
Το σπίτι του Κατσάνου (19ος αι.) στον Γέρμα. |
|