Ο νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου εξερεύνησε την ταραγμένη πολιτική ταυτότητα της Πορτογαλίας σε μια σειρά μυθιστορημάτων του και τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998. Ένας ειλικρινής άθεος και κομμουνιστής, αμφισβήτησε τις «αξίες» της μετα-δικτατορικής ζωής στην Πορτογαλία με έργα του όπως τα «Baltasar & Blimunda», «Η Χρονιά Που Πέθανε Ο Ρικάρντο Ρέις» και «Όλα Τα Ονόματα». Έγινε ευρύτερα γνωστός με το μυθιστήρημά του «Περί Τυφλότητος» (1995).
Σε ό, τι αφορά την πολιτική του τοποθέτηση, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαραμάγκου -μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας από το 1969- συμμετείχε σε πολλά διεθνή forums, όπου διεξήγαγε ομιλίες καταγγέλλοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
«Πού είναι όλα αυτά τα χρήματα που ρίχνονται στις αγορές; Πολύ καλά και αυστηρά φυλαγμένα. Μετά, ξαφνικά, τι μένει να σώσουμε; Ζωές; Όχι, Τράπεζες».
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Λανθαρότε, αφού πρώτα η πορτογαλική κυβέρνηση απέσυρε την υποψηφιότητα του έργου του «Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1992.
«Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» (1991) θεωρείται ως το πιο ανατρεπτικό έργο του Σαραμάγκου. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη Σφαγή των Νηπίων, όταν ο Ηρώδης πληροφορείται πως το γεννήθηκε στη Βηθλεέμ το μωρό – μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων και διατάζει να σφαγιαστούν όλα τα αρσενικά βρέφη. Στην αφήγηση του Σαραμάγκου, ο Ιωσήφ, ο σύζυγος της Μαρίας, μαθαίνει τυχαία την απόφαση του Ηρώδη για τη θανάτωση των βρεφών και καταφέρνει να κρύψει τον γιο του αφήνοντας τα υπόλοιπα νήπια να χαθούν.
Δηλαδή, ο Ιησούς αναγκάζεται αργότερο να θυσιάσει τη ζωή του για την εξιλέωση της αμαρτίας του γήινου πατέρά του καθώς και για το ότι ο Θεός επέτρεψε να λάβει χώρα η σφαγή. Στο σταυρό, ο Ιησούς του Σαραμάγκου ζητά από την ανθρωπότητα να συγχωρήσει τον Θεό για τις αμαρτίες του. Σημειώνεται ότι στο «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο», ο Ιησούς εμφανίζεται να χάνει την παρθενιά του από τη Μαρία Μαγδαληνή.
Η πορτογαλική κυβέρνηση τότε, κατήγγειλε το μυθιστόρημα ως μια προσπάθεια επίθεσης εναντίον της θρησκευτικής κληρονομιάς της χώρας και απέσυρε την υποψηφιότητα του Σαραμάγκου από το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, προκαλώντας έτσι και την αυτοεξορία του Σαραμάγκου στις Κανάριες Νήσους.
Γεννημένος το 1922, εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων και ως δημοσιογράφος προτού αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου στη συγγραφή περίπου στα 50 του χρόνια.
Η μετάφραση του έργου του «Baltasar & Blimunda» (1982), στα αγγλικά το 1988 τον έφερε στο διεθνές προσκήνιο. Η φήμη του ολοένα αυξανόταν στις δεκαετίες του ΄80 και του ’90, όταν εξέδωσε μια σειρά σημαινόντων φανταστικών μυθιστορημάτων, γραμμένων με μια φυσική ροή που ακολουθούσε τον ρυθμό του προφορικού λόγου.«Η Χρονιά Που Πέθανε Ο Ρικάρντο Ρέις», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1984, θεωρείται ως το αριστούργημά του- για την επιστροφή στη Λισαβόνα ενός φανταστικού χαρακτήρα που εφευρέθηκε από τον πορτογάλο συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα, μετά τον θάνατο του δημιουργού του.
Στην «Πέτρινη Σχεδία» (1986), η Ιβηρική Χερσόνησος αποκόπτεται από την Ευρώπη και «πλέει» στον Ατλαντικό, ενώ στο «Όλα Τα Ονόματα» (1997) ένας υπάλληλος γραφείου μετατρέπεται σε ήρωα ενώ ξεκινά το «κυνήγι» μιας άγνωστης γυναίκας.
Το μυθιστόρημά του που θεωρείται σταθμός στη συγγραφική του δραστηριότητα, είναι το «Περί Τυφλότητος» (1995), μια αντι-ολοκληρωτική αλληγορία. Πρόκειται για την ιστορία μιας ανεξήγητης μαζικής επιδημίας τύφλωσης που μολύνει σχεδόν όλους τους κατοίκους μιας πόλης που δεν κατονομάζεται καθώς και της κοινωνικής κατάρρευσης που ακολουθεί.
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις δυσκολίες χαρακτήρων οι οποίοι είναι από τους πρώτους που τους χτύπησε η επιδημία ενώ επικεντρώνεται στη σύζυγο του γιατρού, το σύζυγό της, αρκετούς από τους ασθενείς του και διάφορους άλλους που βρίσκονται στο δρόμο τους τυχαία. Αυτή η ομάδα ανθρώπων συσπειρώνεται σε ένα είδος οικογενειακής μονάδας ώστε να επιβιώσουν μέσω της ευστροφίας τους και της ανεξήγητης τύχης της συζύγου του γιατρού που γλίτωσε από την τύφλωση.
Η ξαφνική εμφάνιση της επιδημίας τύφλωσης προκαλεί τον πανικό ενώ η κοινωνική τάξη πολύ σύντομα κλυδωνίζεται, ενώ η κυβέρνηση επιχειρεί να περιορίσει την εξάπλωση της μόλυνσης και να διατηρήσει την τάξη με συνεχώς αυξανόμενα καταπιεστικά και αδέξια μέτρα.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιουνίου του 2010 στην κατοικία του στη νήσο Λανθαρότε.