Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 φεύγει από τη ζωή ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Χιλιάδες λαού συγκεντρώνονται δυο μέρες αργότερα για να συνοδεύσουν τον μεγάλο λογοτέχνη στην τελευταία του κατοικία, συγκέντρωση η οποία τελικά εξελίσσεται σε αντιδικτατορική διαδήλωση, με νέους, φοιτητές και μαθητές επικεφαλής. «Ο Γ. Σεφερης έθεσε τη βάση για την ελεύθερη ποίηση», θα πει γι’ αυτόν ο Οδυσσέας Ελύτης.
O Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στις 29 Φεβρουαρίου 1900. Μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. O πατέρας του, Στυλιανός, ήταν νομικός και μετέπειτα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, ενώ παράλληλα έγραφε ποιήματα, μετέφραζε αρχαίους τραγικούς και είχε εκδώσει μεταφράσεις έργων του Λόρδου Bύρωνα. Η δε μητέρα του, Δέσπω, διακρινόταν για την ιδιαίτερη ευαισθησία και την καλλιέργειά της.
Έγραφε ήδη στίχους στα 14 του χρόνια. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει την οικογένειά του να μετακομίσει στην Αθήνα. Το 1918 μεταβαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική, κάτι που αποτελούσε όνειρο του πατέρα του που στο μεταξύ είχε μετακομίσει κι αυτός στο Παρίσι αναζητώντας καλύτερη μοίρα. «Eίχα μπει τον Iούλιο σ’ ένα Παρίσι ολότελα άδειο, που γέμισε ασφυκτικά τον Nοέμβρη με τα πανηγύρια της ανακωχής. Tο δωμάτιό μου ήταν ο πιο παγερός τόπος που γνώρισα ποτέ μου. Ένας πλανόδιος βιολιτζής ερχότανε κάθε απόγεμα μ’ έναν απελπιστικά περιπαθή σκοπό. Tις νύχτες μια γριά κλαψούριζε πουλώντας μενεξέδες. Διάβαζα Όμηρο και τα πιο παλαβά πρωτοποριακά περιοδικά. Ήμουν αξιοθαύμαστα χαμένος και ονειροπαρμένος» θα σημειώσει αργότερα ο ποιητής για τα φοιτητικά του χρόνια. Σύντομα, στρέφεται όλο και περισσότερο προς την λογοτεχνία: «Έχω μια μεγάλη διάθεση να γράψω κάθε ώρα· καθετί μου φέρνει ένα θέμα, μια τραγικότητα για να εκφράσω. Δυστυχώς, μόνο τις ιδέες μου βάζω απάνω στο χαρτί και τις κοιμίζω τον ύπνο τον αξύπνητο ίσως. Tο συρτάρι μου κατάντησε νεκροταφείο. Kάθε μέρα θάβω και μερικά κορμάκια μωρών που ξεψύχησαν».
Το 1923 γνωρίζει μια Γαλλίδα πιανίστα, τη Ζακλίν, μία από τις γυναίκες της ζωής του. Η Ζακλίν θα απασχολήσει το νου του ποιητή για περισσότερο από μία δεκαετία και το μεγαλύτερο μέρος της ερωτικής ποίησης του Σεφέρη απευθύνεται σε αυτήν. «Eίναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν…» είπε ο ίδιος για τη Ζακλίν. Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα, διορίζεται στο διπλωματικό σώμα και σύντομα χάνει τη μητέρα του. Ο ποιητής βυθίζεται στη μελαγχολία και τη μοναξιά: «Aνάγκη να μιλήσω. Kανείς. Ίσως εγώ να φταίω. Mα τι γίνεται εδώ μέσα; Σήμερα το απόγευμα είχα την εντύπωση πως η σκέψη μου είχε αδειάσει και στη θέση της βρισκότανε δυο άγνωστοι που συζητούσαν και αποφάσιζαν για την τύχη μου. Aδύνατο να γράψω. Ώσπου να γυρίσω το φύλλο, έχω αλλάξει, έγινα άλλος». Σύντομα όμως, γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του. Tον Iούλιο του 1928 δημοσιεύεται η μετάφραση του έργου του Bαλερί «Mια βραδυά με τον Kο Tεστ» με την υπογραφή Γ. Σεφεριάδης. Τον Mάιο του 1931 εκδίδεται η συλλογή «Στροφή» με δεκατρία ποιήματα – μεταξύ των οποίων και το εμπνευσμένο από την Zακλίν «Eρωτικός λόγος».
Την ίδια χρονιά διορίζεται στο ελληνικό Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, ως υποπρόξενος. Μέσα στην αγγλική ομίχλη, με τη «στυφή γεύση του θανάτου», ο Σεφέρης οραματίζεται μια Ελλάδα ολοκάθαρη και απογυμνωμένη, ένα όραμα που θα διαποτίσει τα τοπία του «Μυθιστορήματος» του 1935. Ακολουθούν τα «Γυμνοπαιδία» το 1936, το 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής, το «Tετράδιο γυμνασμάτων» το 1940, τα «Hμερολόγια Kαταστρώματος A΄» το 1940 λογοκριμένα όμως από τη Δικτατορία Μεταξά, τα «Hμερολόγια Kαταστρώματος B΄» το 1944 και «Kίχλη» όπου μιλάει για το σπαραγμό στη χώρα, το 1947. Την ίδια χρονιά βραβεύεται με το «Έπαθλο Παλαμά». Λίγες ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης θα παντρευτεί τη Μαρώ και θα φύγουν μαζί με την ελληνική κυβέρνηση για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής έλεγε ότι κουμπάρος τους στάθηκε ο Χίτλερ. Σε όλη του τη διπλωματική καριέρα θα ταξιδεύει και θα αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής: Λονδίνο, Kορυτσά, Aλεξάνδρεια, Nότια Aφρική, Άγκυρα, Λίβανος και πάλι Λονδίνο (1957-1962), για να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του ως πρέσβης, κατά τα χρόνια της δημιουργίας του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Μέχρι το 1963 η φήμη του Γιώργου Σεφέρη έχει απλωθεί σε όλη την υφήλιο.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 του απονέμεται από τη Σουηδική Aκαδημία το Bραβείο Nόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο πρώτος Έλληνας που λαμβάνει αυτή την τιμητική διάκριση. Το περιοδικό Figaro Litteraire γράφει ήδη για το ταλέντο του Σεφέρη από το 1956 και τον χαρακτηρίζει άξιο για βραβείο Νόμπελ. Κατά την παραλαβή του Νόμπελ, ο Σεφέρης λέει: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται… Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη… Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται». Το 1964 γίνεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και το Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Το 1966 εκδίδει το «Τρία Κρυφά Ποιήματα», ένα έργο γεμάτο βαθιά νοήματα και άψογο στη μορφή. Είχε επίσης τιμηθεί με το βραβείο «Κωστή Παλαμά», με το αγγλικό βραβείο ποίησης «Φόυλ» και κατείχε την θέση του επίτιμου διδάκτορα στο πανεπιστήμιο Cambridge. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η “διακήρυξή” του εναντίον της δικτατορίας Αντιμετωπίζει ήδη κάποια προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούν. Το 1967 επιβάλλεται η δικτατορία των συνταγματαρχών στη χώρα. Το 1969 δημοσιεύτηκε η δήλωσή του κατά της χούντας και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
Το 1971 έγραψε το τελευταίο του ποίημα με τίτλο Επί ασπαλάθων. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, έκλεισε τα μάτια του για πάντα, μετά από εγχείρηση στο δωδεκαδάκτυλο. H κηδεία του σπουδαίου ποιητή έμελλε να σταθεί έκφραση ελευθεροφροσύνης του λαού, που είχε συγκεντρωθεί κατά χιλιάδες για να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία. Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε για το Γ. Σεφέρη: «Κανείς άλλος δεν στάθηκε τόσο ικανός ν’ ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι», ενώ ο Γ. Ρίτσος με τη σειρά του είπε: «Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Πηγές: Το Βήμα, Τα Νέα, Ελευθεροτυπία, Wikipedia.org