Στον δρόμο για το χωριό μου και μέσα σε ένα διπλανό χωράφι υπάρχει το δέντρο που αγαπώ. Λέω υπάρχει αν και δεν υπάρχει πια, αλλά για μένα θα υπάρχει για πάντα σαν έρωτας βαθύς και σαν πληγή ανίατη. Ανακάλυψα πρόσφατα και με μεγάλη μου λύπη πως το δέντρο αφαιρέθηκε (τί λέξη, αφαιρέθηκε, φοβάμαι να πω ξεριζώθηκε ή κόπηκε άσπλαχνα) και αφαιρέθηκε λοιπόν γιατί απλά από το σημείο εκείνο περνάει ο αγωγός φυσικού αερίου. Είναι το δέντρο της φωτογραφίας που βλέπετε. Το έχω φωτογραφίσει σε όλες τις εποχές. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και πέρισυ, μέσα στον βαρύ χιονιά, το φωτογράφησα και χειμώνα. Είχα δημιουργήσει μία σχέση μαζί του νομίζω, τί νομίζω δηλαδή, σίγουρη είμαι πως με γνώριζε και κάθε που με έβλεπε πόζαρε για να φωτογραφηθεί και σαν να κουνούσε ελαφρά τα φύλλα του. Εμένα μου έμοιαζε τότε πως χαμογελούσε με ένα απαλό αριστοκρατικό μειδίαμα, κάτι σαν το χαμόγελο της Τζοκόντα και κάπως σαν να μου έλεγε “εγώ, δεν είμαι μόνο για σένα εδώ, μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και φανταστείς πως σ αγαπώ, εγώ ανήκω σε όλους, όποιοι με προσέξουν, το ίδιο χαμόγελο θα δουν”.
Αλλά εγώ συνέχιζα να το καμαρώνω σε κάθε μου ταξίδι και είχα μία σιγουριά και μια βεβαιότητα χωρίς λογική, πως θα είναι για πάντα εκεί. Όπως και για κάθε τι θαυμάσιο που συμβαίνει στις ζωές μας. Το θεωρούμε οι ανόητοι θνητοί με την αθάνατη ψυχή μας, αυτονόητο. Το κακό δεν ξέρω πότε συνέβη, όταν όμως το ανακάλυψα ένοιωσα να με χτύπησε κεραυνός. Το πρώτο σοκ διαδέχτηκε μια βαθειά λύπη “δεν θα ξαναδώ το δέντρο μου ποτέ” , το φαντάστηκα να θροΐζει τα φύλλα του ανήσυχα, μπορεί και να κοίταζε στον δρόμο, “σώσε με” ίσως να φώναξε με την δεντρίσια του φωνή. Αλλά δεν ήτανε κανείς εκεί για να το σώσει, ούτε και εγώ. Πονάω και κάτι τσούζει στο μέρος της καρδιάς μου όταν φαντάζομαι το γοερό του κλάμα την ώρα που ξεριζώνανε τις βαθιές του ρίζες, τον τελευταίο του αναστεναγμό την ώρα που κόβανε τα πανέμορφα κλαδιά του και την σιωπή του τέλους.
Αντίο περήφανο, υπέροχο, πανέμορφο δέντρο μου, πονάω που λείπεις, πονάω που σε έχασα, συγνώμη που σε θεώρησα αθάνατο.