Σήμερα είναι Δευτέρα και γιορτάζει ο Τιμόθεος. Έναν Τιμόθεο που ξέρω, ζει στην Μόσχα και μάλλον δεν ενδιαφέρεται που γιορτάζει σήμερα. Και ξύπνησα με την σκέψη «και τελικά μωρό μου, την φωτιά που σε καίει, ή την τρως ή σε τρώει». Χειροκρότημα και ευχαριστώ :)
Σε άλλα νέα, έχει ήλιο και ένα ωραίο κρύο. Καθαρές ανάσες, παγωμένες και βαθιές. Θάθελα νάμαι τώρα στην περιοχή των Πρεσπών, ψηλά στο βουνό, εκεί απ όπου φαίνεται η λίμνη και να περπατάω. Να μην φοβάμαι αρκούδες και αδέσποτα σκυλιά και να περπατάω αυτάρκης και χωρίς την ανάγκη «χέρι με χέρι». Να μυρίζω τον χειμώνα στο βουνό και τα μάτια μου να ξαφνιάζονται από ένα κίτρινο ανθισμένο λουλούδι τόσο δα μικρό, δίπλα σε ένα άδειο κέλυφος σαλιγκαριού, νεκρό από καιρό. Να υποψιάζομαι την άνοιξη που θάρθει, να με πλημμυρίζει μια αρχαία χαρά και να μαλακώνει μέσα μου κάθε πληγή και ήττα. Ύστερα να κατηφορίζω στo ταβερνάκι του Νίκου στον Άγιο Γερμανό να τρώω μπιφτέκι από κρέας μαύρου χοίρου και κολοκυθάκια τηγανητά και μισοζαλισμένη από ένα ποτηράκι τσίπουρο να γυρίζω σπίτι μου.
Αλλά είμαι στο μελαγχολικό και ηλιόλουστο γραφείο μου. Η απαισιόδοξη εποχή μας συχνά μας βάζει να μετράμε. Τόσο το λάδι, τόσο το ξύδι. Τόσες οι νίκες τόσες οι ήττες μας, άγνωστο το απόθεμά μας. Οι τυχεροί, έχουμε παλιούς φίλους, αληθινούς και γενναιόδωρους και ξεχνιόμαστε μαζί τους γύρω από μεγάλα τραπέζια γεμάτα με γέλια, κλάματα και ενθάρρυνση. Οι άτυχοι, φοβούνται την μοναξιά τους και κάθε χέρι που συναντούν το υιοθετούν·για λίγο. Πιστεύουν στο πλήθος, την αφθονία και το εφήμερο, πιστεύουμε στην αφοσίωση, τον έρωτα και γοητευόμαστε ακόμα με την ψευδαίσθηση του για πάντα.
Καλή βδομάδα.