“Φέτος εμφανίστηκε ένα είδος πάπιας το οποίο συναντάμε μόνο στις παγωμένες θάλασσες”
Ενθαρρυντικά για την λίμνη της Καστοριάς ήταν τα φετινά αποτελέσματα των μεσοχειμωνιάτικων μετρήσεων των υδρόβιων πτηνών που πραγματοποίησε η εταιρεία προστασίας περιβάλλοντος . Όπως υποστήριξε το μέλος της εταιρείας Νίκος Παναγιωτόπουλος: “Φέτος στη λίμνη της Καστοριάς παρατηρήσαμε αυξητικές τάσεις σε κάποια είδη πουλιών ,ειδικά σε ένα είδος πάπιας. Μάλιστα ο αριθμός τους ξεπερνά τις 4000 πάπιες. Αυτό σημαίνει ότι και η τροφή στον υδροβιότοπο επαρκεί για πολλά είδη που συνολικά ανέρχονται σε 8.500”.
Σημαντική αιτία για αυτή την αύξηση αποτέλεσε η κακοκαιρία. Κι αυτό γιατί ανάγκασε πολλά πτηνά από την Ευρώπη να κατέβουν πιο νότια και να φτάσουν μέχρι την Καστοριά,που δεν αποτελεί και τον κύριο άξονα μετανάστευσης.
Τα μέλη της εταιρείας προστασίας περιβάλλοντος καλούν επίσης τον κόσμο να βγεί έξω και να κάνει παρατηρήσεις , να δει είδη που πρώτη φορά έχουν έρθει στην περιοχή μας και μάλιστα δεν έχουν ποτέ καταγραφεί στην Καστοριά.
Ποια όμως είναι αυτά τα είδη: Όπως δήλωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος: »Φέτος εμφανίστηκε ένα είδος πάπιας το οποίο συναντάμε μόνο στις παγωμένες θάλασσες. Ακόμη η βελουδόπαπια είναι ένα ακόμη νέο είδος που δεν το βλέπαμε μέχρι τώρα στην λίμνη μας». Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι όλα αυτά τα συμπεράσματα βασίζονται στις καταμετρήσεις. Οι καταμετρήσεις γίνονται πάντα με συγκεκριμένη μεθοδολογία.Στην Καστοριά οχτώ καταμετρητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και συνεργάστηκαν προκειμένου να καταγράψουν τα νέα είδη και τον αριθμό συνολικά των πτηνών που συμβιώνουν το διάστημα αυτό στη λίμνη.
Σε γενικές γραμμές οι μεσοχειμωνιάτικες καταμετρήσεις των υδρόβιων πτηνών αποτελούν μέρος ενός παγκόσμιου προγράμματος της διεθνούς οργάνωσης υγροτόπων. Πρόκειται για το μακροβιότερο και παγκοσμίου εμβέλειας πρόγραμμα παρακολούθησης της βιοποικιλότητας στον κόσμο. Στόχος του είναι να παρακολουθεί το μέγεθος και τις τάσεις των υδρόβιων πληθυσμών και να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την προστασία και σωστή διαχείριση των πτηνών αλλά και των υδροβιοτόπων τους.
Ελένη Μελά