Άγιος ή ενσάρκωση του Αντίχριστου; Προφήτης και θαυματουργός θεραπευτής ή απατεώνας, Γερμανός κατάσκοπος και πολιτικός συνωμότης; Όταν πρόκειται για την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα
του Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς Ρασπούτιν οι απόψεις διίστανται, ενώ τα πράγματα που γνωρίζουμε σίγουρα για τη ζωή και τη δράση του είναι ελάχιστα. Δεν γνωρίζουμε καν, για παράδειγμα, την ακριβής ημερομηνία γέννησής του.
Γιος χωρικών, ο Ρασπούτιν γεννήθηκε –εικάζεται- στις 10 Ιανουαρίου του 1869, σε ένα χωριό χαμένο στα βάθη της Σιβηρίας. Δεν μορφώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί παρά να γράφει κάποια ακατανόητα και ανορθόγραφα μικρά σημειώματα. Ενώ εργαζόταν σαν αγρότης και καροτσέρης στο χωριό του, είχε γίνει ήδη γνωστός για την ακόλαστη ζωή του, με αποτέλεσμα να του δοθεί το προσωνύμιο με το οποίο είναι γνωστός σήμερα, το οποίο και σημαίνει ακόλαστος.
Η δίψα του για κοινωνική ανέλιξη τον οδήγησε στη αρχή σε ένα σιβηριανό μοναστήρι, όπου και ήρθε σε επαφή με ακραία δόγματα, όπως αυτό των Μαστιγωμένων, σύμφωνα με το οποίο «γυναίκες και άντρες χόρευαν και τραγουδούσαν ενώ ταυτόχρονα μαστίγωναν αλύπητα ο ένας τον άλλο και κυλιόντουσαν μανιωδώς στη γη, μέσα σε μια ολοκληρωτική έκσταση».
Σύντομα βέβαια εξέλιξε περαιτέρω το δόγμα αυτό, διατυπώνοντας το δικό του,σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν το καλύτερο μέσο για να φθάσει ο πιστός στην κατάσταση της «θείας αταραξίας», ώστε να βρεθεί πιο κοντά στο θεό.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα «οικογενειακής ζωής», ο Ρασπούτιν εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένειά του το 1901 για να γίνει προσκυνητής και πέρασε μεγάλο διάστημα περιπλανώμενος. Ανακήρυξε τον εαυτό του «άγιο», καθώς σύμφωνα με ισχυρισμούς του, η Μαύρη Παρθένα του Καζάν, μια, υποτίθεται, θαυματουργή ρώσικη εικόνα, εμφανίστηκε εμπρός του και τον ενθάρρυνε να αφήσει το χωριό του για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη ρωσική πρωτεύουσα, και ζούσε από τις δωρεές των χωρικών.
Το 1903 μετακομίζει στην Πετρούπολη, όπου και ανοίγει ιατρείο, αποφασισμένος να πετύχει. Στέκεται τυχερός. Χάρη σε μια μανία που είχε καταλάβει την υψηλή κοινωνία για τον μυστικισμό και τον αποκρυφισμό, γρήγορα καταφέρνει να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές σε αριστοκρατικούς κύκλους.
Το φθινόπωρο του 1905 η αυτοκρατορική οικογένεια είναι κλονισμένη από την ανακάλυψη ότι ο διάδοχος του θρόνου, Αλεξέι Νικολάγεβιτς, είναι αιμοφιλικός. Ο Ρασπούτιν διαβεβαιώνει ότι μπορεί να τον γιατρέψει. Η Τσαρίνα Αλεξάνδρα τον πιστεύει, ο Τσάρος Νικόλαος, όμως, όχι. Ζητά, λοιπόν, τη γνώμη του επισκόπου Θεοφάνη. «Η Μεγαλειότητές σας θα είχαν μεγάλο όφελος αν τον άκουγαν διότι είναι η φωνή της γης Ρωσίας που μιλά από το στόμα του. Γνωρίζω όλα όσα του καταλογίζουν. Ξέρω ποιες είναι οι αμαρτίες του, ξέρω ότι είναι πολλές και τις περισσότερες φορές απεχθείς. Όμως υπάρχει μέσα του μια τόσο μεγάλη δύναμη μετάνοιας και μια τέτοια αγαθή πίστη στην ουράνια ευσπλαχνία που σχεδόν θα εγγυώμουν την αιώνια σωτηρία του. Μετά από κάθε μετάνοια είναι τόσο καθαρός όσο το παιδί που μόλις βαπτίστηκε. Φαίνεται καθαρά ότι ο Θεός τον ευνοεί», διαβεβαιώνει αυτός τον Τσάρο.
Το 1908, λοιπόν, ο Ρασπούτιν οδηγείται στα ανάκτορα, και –άγνωστο πως- καταφέρνει το ακατόρθωτο. Με αποστάγματα και γιατροσόφια δικής του έμπνευσης, η κατάσταση της υγείας του διαδόχου βελτιώνεται σημαντικά. Από εδώ και πέρα κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει. Είτε μέσω των γνωριμιών του, είτε της εύνοιας της Τσαρίνας και των πολυάριθμων ερωτικών του σχέσεων, είναι πλέον παντοδύναμος. Εμπλέκεται δυναμικά ακόμη και στην πολιτική. Μέσω, μάλιστα, της Τσαρίνας, είχε προσπαθήσει να πετύχει την υπογραφή ξεχωριστής συνθήκης ειρήνης μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας, αντιπάλων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή του η κίνηση, μάλιστα, τον είχε καταστήσει ύποπτο ως πράκτορα των Γερμανών.
Όλοι, όμως, στη Ρωσία, αριστοκράτες και λαός, μιλούσαν για την αναγκαιότητα της απαλλαγής της χώρας από τον Ρασπούτιν. Μένει μόνο να βρεθεί αυτός που θα το τολμήσει. Το οποίο και έγινε. Κάποιοι αριστοκράτες παίρνουν την απόφαση να βγάλουν από τη μέση τον όλο και πιο επικίνδυνο άνθρωπο. Ανάμεσά τους βρίσκεται ένας 28χρονος, σύζυγος της ανιψιάς του Τσάρου, ο πρίγκιπας Φέλιξ Γιουσούπωφ, ο οποίος τη νύχτα της 29ης προς την 30η Δεκεμβρίου 1916, ο Γιουσούπωφ, προσκάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του, στο Πέτρογκραντ, για να τον δηλητηριάσει. Όταν, παραδόξως, αυτό δεν πιάνει, τον πυροβολεί ξανά και ξανά. «Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει, οι σκέψεις μου είχαν θολώσει. Με έπνιγε η μανία και το μίσος. Με έπιασε κάτι σαν κρίση. Όρμησα πάνω του και άρχισα να τον χτυπάω με ένα ρόπαλο από καουτσούκ, σαν να με είχε πιάσει τρέλα», θα διηγηθεί αργότερα ο πρίγκιπας.
Κι όμως ο Ρασπούτιν δεν πέθανε ούτε από το δηλητήριο, ούτε από τις σφαίρες. Στη συνέχεια οι συνωμότες είχαν ρίξει το πτώμα του στο παγωμένο ποτάμι. Όπως, δείχνει, λοιπόν, η αυτοψία που διενεργήθηκε στο πτώμα του, ανέπνεε ακόμα και τη στιγμή που ρίχτηκε στο ποτάμι. Ο Ρασπούτιν πέθανε από πνιγμό ή από κρυοπάγημα. Επίσημα ως ημέρα του θανάτου του έχει αναγνωριστεί η 29η Δεκεμβρίου του 1916.
Μετά τη νεκροψία, το πτώμα του βαλσαμώθηκε και θάφτηκε στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσιο, αφού πρώτα τον ξενύχτησε η αυτοκράτειρα, παρέα με έμπιστά της πρόσωπα. Σε όλο το επόμενο διάστημα, οι φήμες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ρασπούτιν έκαναν τους αγρότες να τιμούν φοβισμένοι το λείψανο του «αγίου». Εξαγριωμένοι από την κατάσταση αυτή, η ηγεσία των μπολσεβίκωνπου εν τω μεταξύ είχαν επικρατήσει, αποφάσισαν μια τελευταία εκταφή και μετέφεραν τα λείψανά του κρυφά τη νύχτα σε άγνωστο σημείο στην καρδιά ενός κοντινού δάσους.