Η ρακή είναι ένα ποτό που παρασκευάζεται από το απόσταγμα των βρασμένων στέμφυλων (τσίπουρων) σε ειδικό καζάνι (: λέβητας, άμβυξ, λαμπίκος). Το καζάνι αυτό είναι στερεωμένο επάνω σε μια μεγάλη πυροστιά, που βρίσκεται σε «χαγιάτι» (: βασικό βοηθητικό κτίσμα στην εξωτερική αυλή του καστοριανού σπιτιού, ισόγειο ή και με πατάρι). Με την επανάληψη του αποστάγματος γίνεται το λαμπικάρισμα της «μεταβγαλμένης ρακής», δυνάμεως πολλών γράδων.
Παλαιότερα, τα ρακοκάζανα της Καστοριάς και των χωριών της περιοχής της λειτουργούσαν μέρα και νύχτα μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου. Η δοκιμή της ρακής έπαιρνε τότε χαρακτήρα συμποσίου. Στο «χαγιάτι» του σπιτιού συγκεντρώνονταν και κάθονταν σε πρόχειρους πάγκους και «κουρτίνες» οι γείτονες και οι περαστικοί φίλοι και μερακλήδες για να «δοκιμάσουν» την καινούρια ρακή. Και αυτή, ζεστή και σταγόνα – σταγόνα έσταζε από τον «λαμπίκο» και γλιστρούσε στο λαρύγγι των πιστών του Διονύσου. Με τραγούδια και με «χόσικα» (: αστεία, ανέκδοτα) διεξαγόταν η «ρακοχαρά», όπως και η άλλη συγγενική της «γουρουνοχαρά».
Οι σκοτεινές εκείνες νύχτες έκρυβαν μια γοητεία, καθώς την ατμόσφαιρά τους γέμιζε με το άρωμά του το καζάνι της γειτονιάς. Τα «χαγιάτια», αφού έδιναν στο σπίτι τα χειμωνιάτικα αποθέματα, πρόσφερναν και το τελευταίο προϊόν, τη μεθυστική και γνήσια λαμπικαρισμένη ρακή, που συλλέγονταν σε «μπότσες» άσπρες και ολοκάθαρες και φυλάγονταν στα κελάρια των σπιτιών, για κέρασμα, για εντριβή και για λογής – λογής παρασκευάσματα και χρήσεις.
Κείμενο του Αποστόλου Δούκα Σαχίνη
Καστοριανοί περιμένουν κατά τις βραδινές ώρες την απόσταξη της ρακής. Μεγάλη φωτιά έξω απ’ τον αποστακτήρα. Τραπέζι με τοπικά προϊόντα κατά τη ρακοχαρά. Χορός μετεχόντων στη ρακοχαρά. |