Ο «Κύπρος», ο «Γκέσος» και ο «Λιόμπλιος» !
Περί το έτος 1950, αμέσως μετά την Κατοχή και τον Ανταρτοπόλεμο (1941 – 49), οι αγρότες του Γέρμα είχαν ξεμείνει από φορτηγά ζώα (: άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια) και γι’ αυτό αδυνατούσαν να εργαστούν τακτικά στα κτήματά τους και να συντηρήσουν τις πολυμελείς οικογένειές τους. Οι σύμμαχοί μας, για να αναπληρώσουν αυτήν τη βασική έλλειψη, μετέφεραν τότε από διάφορες φιλικές χώρες στην Ελλάδα και μοίρασαν στους χωρικούς της αρκετά τέτοια ζώα.
Στον Γέρμα Καστοριάς έφεραν αρκετά άλογα, κάμποσα μουλάρια και τρία Κυπραίικα (: Κυπριακά) γαϊδούρια. Τα εν λόγω γαϊδούρια ήταν μεγαλόσωμα, γεροδεμένα, υπομονετικά και πολύ συμπαθητικά, τα παρέλαβαν δε οι αείμνηστοι, Γεώργιος (Γιωργούλης) Αλεξίου, Ζήσης Πανές (Μήταλας) και Μίχος Τζήμας.
Ο Γιωργούλης Αλεξίου (+1964) ιδιοκτήτης του “Κύπρου”. |
Τον καιρό εκείνο οι Γερμανιώτες έδιναν απαραιτήτως στα ζώα τους κάποιο χαρακτηριστικό όνομα, που γινόταν και ήταν γνωστό σε όλο το χωριό. Έτσι λοιπόν, ο Γιωργούλης Αλεξίου έδωσε στον αγαπημένο του γάιδαρο το όνομα «ο Κύπρος», λόγω της καταγωγής και προέλευσης του ζώου απ’ τη μαρτυρική Μεγαλόνησο. Αντιστοίχως ο Ζήσης Πανές ονόμασε τον όνο του «ο Γκέσος», απ’ το χρώμα του, ενώ ο Μίχος Τζήμας του χάρισε ανεξήγητα το πρωτόφαντο όνομα «ο Λιόμπλιος» (!).
Το πιο γνωστό, συμπαθητικό και “δημοφιλές” απ’ τα προαναφερόμενα τρία ζώα ήταν ο Κύπρος. Το γαϊδούρι αυτό βρισκόταν τις περισσότερες ημέρες του χρόνου στο αλώνι του Γιωργούλη δεμένο απ’ τον “στέντζιαρο” (= γερός πάσσαλος στημένος όρθια στο κέντρο του αλωνιού), κι έτρωγε συνήθως μια “τουλούπα γιόντζια” (= ένα μικρό δεμάτι τριφυλλιού, μηδικής).
Ο αείμνηστος Γιωργούλης ήταν τότε περασμένης ηλικίας και ως εκ τούτου εργαζόταν εξ ανάγκης περιστασιακά και μάλιστα έκανε μόνο λίγες κι ελαφριές δουλειές με τον Κύπρο του. Αυτό το γνώριζαν οι συγχωριανοί του και γι αυτό, όταν χρειάζονταν για μια – δυο ημέρες κάποιο βοηθητικό ζώο, δανείζονταν τον Κύπρο και προσέφερναν ως “ενοίκιο” στον ιδιοκτήτη του δύο – τρία πισνίκια (= μεγάλα χωριάτικα ψωμιά) ή τρεις – τέσσερις πλαστρίνες (= κομμάτια) εκλεκτού Γερμανιώτικου τυριού. Με τον τρόπο αυτόν ο γεροδεμένος Κύπρος είχε προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στους περισσότερους αγρότες του Γέρμα και για τούτο, όταν απεβίωσε περί το έτος 1960, στενοχωρήθηκαν και λυπήθηκαν μαζί με τον παππού Γιωργούλη και όλοι οι συγχωριανοί του.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο απεβίωσαν και τα άλλα δύο Κυπριακά γαϊδούρια του Γέρμα, που ήταν επίσης πασίγνωστα και αγαπητά στο χωριό και που η ανάμνησή τους είναι ακόμη ζωντανή στους ηλικιωμένους φιλόζωους κατοίκους του.
Ο καημένος
Στο λιβάδι ξεχασμένος
ένας γάιδαρος βοσκούσε
τίποτ’ άλλο δε ζητούσε
ο καημένος.
……………………………
Το χορτάρι του μασούσε
κι ήταν τρισευτυχισμένος
και το ξύλο λησμονούσε
ο καημένος.
………………………………
Και την τύχη ευχαριστούσε,
που δεν ήταν φορτωμένος,
και τα δυο του αυτιά κουνούσε
ο καημένος.
…………………………………
Τους εχθρούς του συχωρούσε
κι ήτανε συχωρεμένος,
και τον κόσμον αγαπούσε
ο καημένος.
…………………………………
Το Θεό παρακαλούσε
για να μείνει εκεί δεμένος
και να βόσκει όσο θα ζούσε
ο καημένος.
(Ποίημα Ζαχαρία Παπαντωνίου)
Το όμορφο χωριό Ο Γέρμας Καστοριάς. |
Το άλογο του Γερμανιώτη Λάζαρου Δ. Κοντσιώτη. |
Δεξιά ο αείμνηστος Ζήσης Πανές (Μήταλας) |
Φοράδα με το πουλαράκι της. Του κ. Φίλιππα Φαφούτα. |
Ο αείμνηστος Βαγγέλης Παπατζήμος με την εγγονούλα του Στυλιανή. |
Ο κ. Ζήσης Τσιουχαδάρης. Έτ. 1960. |
Άλογο σε παραδοσιακή κρήνη του Βογατσικού. |