Γιατί έχουν πιάσει παρτίδες τίμιες και σταράτες με την μοναξιά, την άγρια αυτή λέξη που πάντα πολεμάμε.
Είναι εκείνα τα φώτα που μένουν ανοιχτά μετά τις τρεις.
Μέσα από κλειστά παράθυρα σε παλιές πολυκατοικίες.
Κάπου στο κέντρο, στους τελευταίους ορόφους.
Φώτα από δωμάτια με γραφεία, που κουβαλάνε πάνω τους μαύρους χαρτοφύλακες και χαρτιά γεμάτα σημειώσεις.
Ο υπολογιστής, μόνιμα ενεργοποιημένος, παρέα συνεπής.
Είναι εκείνα τα διαμερίσματα που διακοσμούνται από ανθρώπους που κοιμούνται πάντα με τα ρούχα.
Μόνοι σ’ένα κρεβάτι για δύο.
Πίνουν τον καφέ τους σκέτο, στην ίδια κούπα που κρατούν απ’το γυμνάσιο.
Είναι η δική τους κούπα.
Τους αρέσουν τα βαριά ποτά και καπνίζουν πακέτο, γιατί το στριφτό θέλει παρέα.
Χαμογελούν πολύ αυτοί οι άνθρωποι και χαμογελούν με ψυχή.
Βοηθούν τους ηλικιωμένους να περάσουν τον δρόμο και τρώνε το φιλέτο τους με την σαλάτα χώρια.
Αγαπούν πολύ τα παιδιά μα δεν έχουν δικά τους. Το επέλεξαν να μην έχουν.
Έζησαν κάποτε έναν μεγάλο έρωτα. Με υπέρμετρο εγωισμό και χέρια μπλεγμένα. Χόρεψαν μαζί του ένα μπλουζ ζαλισμένοι από μπύρα και φιλιά.
Μετά έφυγαν, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Πάντα εκείνοι πρώτοι, μην τους προλάβει ο χρόνος και νικήσει.
Μα δεν τον ξέχασαν ποτέ. Ίσως και να άλλαξαν μαζί του, να μεγάλωσαν μα να μην θέλησαν ποτέ να το παραδεχτούν.
Έχουν άνθρωπο. Έναν ίσως μόνο, μα κατάδικό τους.
Δεν έχουν φίλους. Οξύμωρα, είναι αθεράπευτα κοινωνικοί.
Πάντα η ψυχή της παρέας, στη δουλειά, στο γυμναστήριο στην ουρά για την εφορία.
Πάντα θα έχουν να πουν ένα αστείο που θα σπάσει τον πάγο, μια είδηση που ακόμα μένει άγνωστη στους πολλούς.
Ξέρουν πότε δεν πρέπει να μιλήσουν.
Και οι προτάσεις τους πάντα διαφορετικές. Για μουσική που ακόμα δεν παίζει το ραδιόφωνο, και ταινίες σε παλιά θερινά σινεμά.
Τα βράδια γυρνούν στο σπίτι κουρασμένοι, μα ποτέ δεν κοιμούνται πριν τις δύο. Κι αν τους ρωτούσες να σου πουν, θα σου έλεγαν πως είναι ευτυχισμένοι. Πιθανότατα θα σε έπειθαν κιόλας.
Γιατί είναι άνθρωποι που αγάπησαν την μοναξιά. Τη μεταμόρφωσαν σε μοναχικότητα και την ερωτεύτηκαν παράφορα.
Και οι κατηγορίες του κόσμου, οι ταμπέλες για συναισθηματική αναπηρία και παιδικά τραύματα, στάχτες απ’την φωτιά της επιλογής τους.
Γιατί στον κόσμο αυτό υπάρχει θέση μόνο για το μαζί.
Γιατί ο κόσμος ο πολύς και αδιάφορος καταλαβαίνει μόνο ότι γνωρίζει καλά.
Μόνο ότι δεν ξεφεύγει ούτε στο ελάχιστο από την σφαίρα της δικής τους λογικής.
Μα εκείνοι στέκονται και προχωρούν στο αντίθετο ρεύμα και δοκιμάζουν λίγο λίγο τα όρια τους. Τα ίδια όρια που μόνοι τους θέλησαν να θέσουν με τρόπο διαφορετικό και μια μεγάλη δόση απενοχοποίησης.
Δε ζητούν κατανόηση από τους τρίτους.
Το γνωρίζουν καλά, πως δεν θα την βρουν σε μια κοινωνία όπου το δύο πρέπει να γίνει τρία και το τρία ίσως να πάει στο τέσσερα. Σε μια κοινωνία όπου η ευτυχία ταυτίζεται με τους πολλούς.
Εκείνοι επιμένουν στο ένα, χωρίς να μένουν ποτέ στο μισό. Ολόκληρο, ακέραιο, συνειδητά μελαγχολικό.
Κρατούν μια περηφάνια γι αυτό. Την προστατεύουν ακόμα κι όταν κλαίνε κρυφά. Όχι γιατί ντρέπονται, μα γιατί η συγκίνηση όταν είναι ειλικρινής δεν απαιτεί κοινό και χειροκρότημα.
Γιατί εκείνοι τόλμησαν να αγαπήσουν το συναίσθημα χώρια από τον άνθρωπο.
Αγαπούν τον έρωτα χωρίς να του βάζουν ταμπέλες αμφιδρομίας ή μονόπλευρης έλξης.
Και πίνουν το κρασί τους μόνοι με το βλέμμα καρφωμένο στους γύρω τους, και όχι σε μια οθόνη κινητού, καμουφλαρισμένης αμηχανίας.
Διασταυρώνουν βλέμματα, ρουφάνε την στιγμή που διάλεξαν για δική τους.
Γιατί έχουν πιάσει παρτίδες τίμιες και σταράτες με την μοναξιά, την άγρια αυτή λέξη που πάντα πολεμάμε.
Καλώς την! Λένε με χαμόγελο,κι εκείνη δεν επιτίθεται. Αράζει κοντά τους και κάνει μια τράκα απ’τα τσιγάρα τους.
Είναι πολλοί και διαπεραστικά υπέροχοι.
Να τους αγαπάτε και να τους καταλαβαίνετε.
Είναι οι άνθρωποι, που ζούνε μόνοι.
Γράφει η Γιοβάννα Κοντονικολάου