Είχε αποφασίσει από καιρό ότι φέτος θα βούλιαζε στο Πνεύμα των Χριστουγέννων. Δεν είχε βάλει στόχο σοβαρό τούτη τη χρονιά όταν κουνάμενη συνάμενη είχε μπει πέρσι τέτοιον καιρό. Ούτε και καμιά άλλη χρονιά έβαζε σοβαρούς στόχους. Όπως της καθόταν τα παιρνε τα πράματα. Αυτή ήταν και η πίστη της η μεγάλη: <έχει ο Θεός> και <κάθε εμπόδιο για καλό> και με τούτες τις πίστες πορεύονταν αν όχι ευτυχισμένη, ευχαριστημένη πολύ, σίγουρα. Ούτε και απολογισμούς έφτιαχνε στα τελειώματα των χρονιών. Όταν είχε δουλειά και δούλευε, ήταν μέρες που πληρωνόταν καλά –θα το πεις. Έβαζε τότε σε σειρά και ξεπλήρωνε όσα είχε καθυστερήσει, έπαιρνε μετά και ψώνιζε για των παιδιών της τις ανάγκες, έπαιρνε και δώρα, ένα γύρο γέμιζε κάτω απ’ το δένδρο της, για όλους τους συγγενείς και τους φίλους οληνής της οικογένειας. Και μια φιλανθρωπία, ω, ναι, πάντα τη φρόντιζε, πιστεύοντας ότι ερχόταν πάτσι με τις παρασπονδίες που την καναν να ξεφεύγει απ’ του Θεού τον δρόμο όλον τον χρόνο. Τα φερνε στα ίσια, σαν δώρο κι αντίδωρο για τον νεογέννητο Χριστό, που του γιόρταζε κι αυτή όπως κι ο κόσμος όλος τα γενέθλια. Και εκεί, ανάμεσα στης δουλειάς τα κλεισίματα, στα πάρτι των παιδιών, στα πάρτι στη δουλειά, στις γουρονοχαρές και τις πνιγμένες σε κόκκινο κρασί, τσιγαρίδες, στα αστεράκια μπισκοτάκια και στους μπακλαβαδωτούς μπακλαβάδες που χύναν μυρωδιές φρέσκου βούτυρου κανέλας και γαρύφαλλου πάνω στο πορτοκάλι του χοιρινού και τους σαρμάδες, κι όλες μαζί γλιστρούσαν κάτω απ’ τις χαραμάδες της εξώπορτας και χώνονταν αυθάδικα και με τον ίδιο τρόπο, στης γειτονιάς τα ξένα σπίτια, στα φιλήματα στα παγωμένα κόκκινα μάγουλα και στα <καλά Χριστούγεννα>, που ίσα που ακούγονταν στ’ αυτιά που βούιζαν απ’ τα κλαρίνα , που πολλές φορές, δεν ‘σταζαν γιατί κρυστάλλωναν στην παγωνιά, ερχόταν Τα Χριστούγεννα, περνούσαν και ήταν ΚΑΙ Merry …… γιατί όλα όσα ήθελε να έχει, τα είχε και τα όσα την νοιαζαν να κάνει, τα έκανε. Μετά, πλάκωσε χρόνο το χρόνο Η κρίση. Δουλειά δεν είχε μήτε αυτή μήτε πολλοί –πολλοί άλλοι στην πατρίδα της. ΤΑ Χριστούγεννα, συνέχιζαν να ρχονται. Ο πήχης όλο και κατέβαινε. Οι ανάγκες όλο και συμμαζεύονταν και το Merry μετριόταν, πια, μόνο με τις μυρουδιές όλων εκείνων που σφυροκοπούσαν τις καρδιές ολωνών . Από μόνες τους οι μυρουδιές απαντούν στο αξίωμα <Χριστούγεννα> και η συγκέντρωση της οικογένειας γύρω στο τραπέζι , υπό το <δεδομένο> της υγείας, ήταν το αξίωμα του <Καλά> … Κι όλα αυτά μαζεμένα, ήταν το Πνεύμα των Χριστουγέννων, που ξυπνούσε την παραμονή με τα κάλαντα των παιδών και τέλειωνε το βράδυ των Χριστουγέννων, με το ρεβεγιόν των φίλων………….. Αυτό δεν της άρεσε πια. Το ότι οι άνθρωποι δεν είχαν πια χρήματα αρκετά για να αγοράσουν το απαραίτητο <πνεύμα>, την αναστάτωνε. Αποφάσισε πως τούτη τη χρονιά, θα έβρισκε πού πραγματικά κρύβεται το <Πνεύμα των Χριστουγέννων> και θα πήγαινε μετά να το πει και να το φωνάξει σ’ όλους……. <Φοβάμαι> της είπε η Σοφία, <μην πεθάνω>. Όχι, δεν είπε <φοβάμαι μην πεθάνω τα Χριστούγεννα>…. Δεν έβαλε χρόνο φόβου. <Μη φοβάσαι> της απάντησε. <Κι εγώ θα πεθάνω> προσπάθησε να της τους διώξει τους φόβους. <Μα, εσύ, δεν είσαι άρρωστη> απάντησε η Σοφία που είχε νοσηλευτεί γιατί νόμιζαν ότι το μυαλό της δεν δουλεύει πρέποντας. Απαρίθμησε δυο- τρεις αιτίες που ενισχύουν τους φόβους της. Την κοίταξε στα μάτια και μπήκε στην αγκαλιά της. <Δεν μπορώ να σε σφίξω> της είπε. <Δεν έχω δύναμη> . Κι όμως, αυτά τα χέρια της που τρέμαν τόσο που, αναγκάζονταν να τρώει με τα χέρια γιατί δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιήσει μήτε πιρούνι μήτε μαχαίρι, μείναν καρφωμένα ένα στο δεξί κι ένα στ’ αριστερό της πλευρό. Όπως η τανάλια. <Τούτα τα Χριστούγεννα, να βρεθεί κάποιος να σε πάρει τόσο σφιχτή αγκαλιά που να σου κοπεί η ανάσα> κυκλοφορούσε η ατάκα στο φατσοβιβλίο Της κρίσης. Τούτος ο κάποιος, είχε βρεθεί. Η ανάσα της ήταν τόσο άτονη, τόσο ήσυχη, που αν δεν ήταν τόσο ζεστή, θα ‘λεγες ότι είναι η τελευταία….. Το ποδοβολητό μέσα στο ξύλινο ταβάνι την έκανε να τραβηχτεί. <Δεν κοιμήθηκα καλά απόψε. Με ξύπνησαν τα ποντίκια> είπε, σα να έλεγε το πιο φυσικό πράμα του κόσμου. Δεν τόλμησε να τη ρωτήσει γιατί δεν φροντίζει να τα διώξει απ’ το ταβάνι της. <Μπαίνουν στο σπίτι;> ρώτησε μόνο. <Όχι. Σπίτι δεν μπαίνουν> απάντησε η Σοφία. Είναι η μόνη της συντροφιά. Είναι εκείνα που της θυμίζουν ότι νυχτώνει και πάμε για ύπνο και ότι ξημερώνει και είναι η ώρα να τρέξουμε για το φαγητό μας…. <Ν’ ανάψεις ένα κεράκι και για μένα> της είπε. <Να πεις στον Θεούλη να με προστατεύει, να μην πονάνε τα πόδια μου για να μπορώ να σηκώνομαι>, την παρακάλεσε. Απλά πράγματα ζήτησε. Καμιά σχέση με θαύματα. (Κι άραγε, τι είναι ένα <θαύμα> ; πώς κρίνεται ; τι μέγεθος μπορεί να έχει; Τι εμβέλεια; ……) Μακάρι να τη βοηθήσει ο Θεούλης της. Να μπορεί να σηκώνεται. Και να μην καταφέρουν τα ποντίκια να ανοίξουν δρόμο για μέσα στο σπίτι της, πήρε την πρωτοβουλία και παρακάλεσε τον Θεούλη για χάρη της …. Όχι, η Σοφία, κανέναν δεν είχε δικό της να την φυλάξει….. Άδειο, καθώς ήταν το μεγάλο ηλιοφώτιστο σπίτι της, χωρούσε ένα ολάκερο Χριστουγεννιάτικο ΠΝΕΥΜΑ να μπει και να απλωθεί και να θρονιαστεί και να μείνει εκεί για έναν και χίλιους ακόμη χρόνους ! Παραμονή είχε φτάσει της αναπαράστασης του Χριστού της γέννας. Ο μισός μπακλαβάς είχε φαγωθεί. Το βουνό των κουραμπιέδων είχε γίνει σαν σκαμμένο λατομείο. Τα μελομακάρονα προσπαθούσαν να γκιλιστούν στα χυμένα καρύδια. Όχι, γαλοπούλα δεν τρώγαν στο σπίτι τους. Οι σαρμάδες είχαν πετύχει εξαιρετικά, στάλα αλάτι δεν περίσσεψε απ’ την αλμιά. Το κρασί, δυσανάλογα απ’ τα φασόλια, είχε καλή σοδειά τούτη τη χρονιά. Τα φωτάκια αναβόσβηναν στο δένδρο, σε τρελή τροχιά. Κι ας μην τα κοίταζες, σε ζάβωναν. Από κάτω, στη φάτνη, τ’ αρνάκια μετρούσαν τις μέρες για το Πάσχα και ένας γαϊδουράκος, ευγνωμονούσε τη μοίρα του, που δεν γεννήθηκε πρόβατο. Και εκεί ανάμεσα, αγκομαχούσε μια Παναγιά.
ΒΙΦ
ΥΓ. Ευτυχία είναι μικρά -μικρά κομματάκια, που λάμπουν μόνο όταν περάσουν από μπροστά μας…… δεν χρειάζεται να σ’ αγγίξουν αυτά….. Αρκεί να τα νιώσεις εσύ με κάποια απ’ τις αισθήσεις σου…… Αύριο θα, είναι η μεγάλη βραδιά που κυκλοφορούν ελεύθερα -μονά/ζυγά……. Μη χάσετε την ευκαιρία να μαζέψετε όσα μπορείτε….
Καλή Χριστού γέννα στα σπίτια και τις ψυχές όλων σας..