Ξεχωριστός και ιδιωματικός στυλίστας που κάτω από τις ρωμαλέες και επιλεγμένες με στοργή και τρυφερότητα λέξεις του ρέουν τα προγονικά ποτάμια σπουδαίων ομοτέχνων, ποιητών και διηγηματογράφων, ο Ηλίας Παπαμόσχος , που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την «Αλεπού της Σκάλας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κίχλη», γράφει «βάζοντας τη ζωή κάτω από το μικροσκόπιο». Στις ιστορίες των αποχαιρετισμών του φωτίζονται στιγμές, χειρονομίες και πρόσωπα. Μάστορας σπαρακτικών περιγραφών, παθών και μιας γλώσσας που έχει κάτι από την υγρασία και την ομορφιά του τόπου του, της πόλης με την λίμνη και τα δάση, της γενέθλιας Καστοριάς, που «συνιστά μια σπανιότητα». Ένας συγγραφέας που δεν διστάζει να ομολογήσει πως «μοιάζει να υπάρχει μια συγγένεια εξ αίματος ανάμεσα στον τόπο και την γλώσσα.
Όταν τον ρωτάμε πώς επέλεξε να γράψει για αυτά τα πρόσωπα, η απάντηση έρχεται απρόσμενη: «η συγκίνηση σε ωθεί να γράψεις. Τα πρόσωπα και οι τόποι μεταδίδουν μια συγκίνηση. Και αυτή η συγκίνηση γίνεται έκφραση. Και πρέπει να βρεις τις λέξεις, να περιγράψεις αυτό που νιώθεις, για τους ανθρώπους, για τα πράγματα, για τους τόπους. Σε ό, τι αφορά τα πρόσωπα και ιδίως τα συγγενικά είναι η συγκίνηση της ανάκλησης, αυτό που λέμε η ανάκληση των νεκρών. Με κάποιο τρόπο να τους επαναφέρεις σε αυτό που εγώ ονομάζω κειμενική ζωή, δηλαδή μια αθανασία μέσα στην γλώσσα».
-Μεγαλώσατε με ιστορίες;
«Ουσιαστικά από παιδί έβλεπα ιστορίες, δηλαδή παρατηρώντας τους οικείους, τους φίλους, την πόλη, τα ζωντανά και όλο αυτό που με περιέβαλε. Ιστορίες κυρίως άκουγα από τον πατέρα μου που ήταν δεινός αφηγητής. Υπήρχε μέσα στο σπίτι από την πλευρά των δικών μου, μια απέραντη εκτίμηση για αυτό που λέμε πνευματικότητα. Σχέση με το βιβλίο είχε κυρίως η μητέρα μου, αλλά εγώ δεν διάβαζα. Ουσιαστικά άρχισα να διαβάζω φανατικά στο πρώτο με δεύτερο έτος του πανεπιστημίου όπου στρώθηκα και αναμετρήθηκα με αυτό που λέμε παγκόσμια και ελληνική λογοτεχνία. Έτσι άρχισα να γράφω. Με το πρώτο κιόλας βιβλίο ξεκαθάρισα πως θα γράψω για αυτό που έχω ζήσει, για να δω τι ξέρω. Είχα την ψευδαίσθηση ότι γράφοντας θα καταλάβω. Ή πίστευα πως ο μόνος τρόπος για να καταλάβω ήταν να γράψω »
–Τελικά καταλάβατε;
«Δεν ξέρω αν κατάλαβα, ξέρω ότι αισθάνθηκα βαθύτερα αυτό που με συγκινούσε και αυτό που με αφορούσε ως βίωμα. Η μνήμη για μένα είναι η βιωματική και η αφηγημένη, οι ιστορίες που έχεις ακούσει. Επειδή έχασα τα συγγενικά πρόσωπα πολύ γρήγορα, αυτή η μνήμη φτιάχνει ένα σωσίβιο για να μην πνιγείς. Αν δεν έγραφα θα πνιγόμουν ή θα τρελαινόμουν. Οδηγήθηκα στην γραφή εξ ανάγκης. Η ανάγκη είναι πάντοτε βιωματική. Δηλαδή τα ίδια τα γεγονότα με ώθησαν στο να ξαναζωντανέψω αυτό που σε πρώτη ανάγνωση φάνταζε οριστικά χαμένο. Κατάλαβα ότι αν δεν το αφηγηθώ θα χαθεί και μέσα από αυτό θα χαθώ κι εγώ»
-Τι πρέπει να διαθέτει μια ιστορία για να αφήσει το αποτύπωμά της στον αναγνώστη;
«Νομίζω πως έχει λόγο ύπαρξης αν σου μείνουν κάποιες ιστορίες ή πρόσωπα, ένας τρόπος. Το ιδανικό είναι να επιστρέφεις σε αυτά. Που σημαίνει ότι αυτά για σένα έχουν κάποια αξία πνευματική, συναισθηματική, υπαρξιακή τελικά. Θέλω να πιστεύω πως βάζω την ζωή κάτω από ένα μικροσκόπιο. Αλλά δεν κοιτάζω έναν νεκρό οργανισμό, αλλά έναν ζωντανό, ο οποίος συνεχώς αλλάζει και μεταπλάθεται, τόσο από τον αναγνώστη, όσο και από μόνος του. Για μένα το κείμενο είναι μια ζωή».
-Στα διηγήματά σας φαίνεται το βάσανο που υπάρχει κάτω από τις λέξεις και την επιλογή τους, η τρυφερότητα και η συγκίνηση, ο ιδιαίτερος φωτισμός στις χειρονομίες και στις στιγμές των προσώπων. Τι είναι αυτό που σας ενδιαφέρει;
«Με ενδιαφέρει πολύ το ζήτημα της ιερότητας. Στέκομαι με ένα αίσθημα ιερότητας απέναντι στους ανθρώπους, τα πράγματα και στους χώρους. Οι χώροι μέσα στους οποίους ζουν οι άνθρωποι, που μπορεί να είναι η πόλη, ένα δωμάτιο , μια εκκλησία, έχουν το στοιχείο της ιερότητας. Δεν ιεροποιώ τα πρόσωπα, αλλά προσπαθώ να βγάλω αυτήν την ιερότητα που συνειδητά ή υποσυνείδητα ή χωρίς να το συνειδητοποιούν, την φέρουν. Με ενδιαφέρει το πρόσωπο αλλά με ενδιαφέρει εξίσου και το πράγμα. Θεωρώ ότι και αυτά έχουν μια μυστική ζωή την οποία ο δημιουργός θα πρέπει να αναδείξει και να δοξάσει με ένα μέτρο»
-Ο τόπος περνάει μέσα από την γλώσσα;
«Ο τόπος μαζί με την γλώσσα είναι σόι. Σαν να υπάρχει μια συγγένεια εξ αίματος ανάμεσα στον τόπο και την γλώσσα. Το ένα τροφοδοτεί και γεννάει το άλλο. Για μένα είναι δυο πράγματα αξεχώριστα. Το ζήτημα είναι πώς ένας τόπος που πάντα είναι περιορισμένος, και μια γλώσσα που είναι άπειρη, να μπορούν να συμπορευτούν και να βγάλουν μια αλήθεια που δεν θα έχει ένα τοπικό ενδιαφέρον. Το ζήτημα είναι πως θα κάνουμε την Καστοριά σύμπαν. Η πόλη έχει μια ιδιαιτερότητα ως τόπος, διαθέτει το υγρό στοιχείο, είναι μέσα στα βουνά, συνιστά μια σπανιότητα. Και είναι ένας τόπος πάρα πολύ όμορφος, βασικό κέντρισμα για την ψυχή, γιατί ουσιαστικά είναι η συγκίνηση που νοιώθεις βλέποντας κάτι όμορφο. Βέβαια λογοτεχνία και τέχνη μπορούν να γεννηθούν παντού , δεν υπάρχουν προνομιακοί τόποι. Ωστόσο έχουμε μια άνθηση του διηγήματος στην επαρχία. Αν το δεις ιστορικά, οι περισσότεροι διηγηματογράφοι είναι ταυτισμένοι με γεωγραφικές περιοχές ή με πόλεις και τόπους συγκεκριμένους. Για αυτό και μιλάμε για τα Γιάννενα του Χατζή, την Σκιάθο του Παπαδιαμάντη, τον Πύργο του Παπαδημητρακόπουλου. Γιατί οι διηγηματογράφοι νιώθουν την οφειλή, ένα χρέος να δώσουν κείμενα στον τόπο τους»
Μάνια Ζούση
Νέα Σελίδα 10/12/2017
Φωτογραφία εξωφύλλου: Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος, ποιητής, εκδότης του περιοδικού Οροπέδιο