Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ
Απευθυνόμενος ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους της εποχής του και διαχρονικά στους Χριστιανούς όλων των εποχών, τους παρουσιάζει στη δεύτερη επιστολή του το ανεξιχνίαστο μυστήριο της κατά σάρκα Γεννήσεως του Χριστού, που ήδη προετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε σε λίγες ημέρες. Γράφει λοιπόν : «Δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε»1.
Πρόκειται για τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο και την εκούσια πτώχευση και ταπείνωση, την κένωσή Του2 η οποία παραμένει ακατάληπτη στον ανθρώπινο νου.
Πως ένας Θεός έγινε άνθρωπος;
Πως γεννήθηκε εκ Πνεύματος Αγίου από τα πανάχραντα σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου;
Πως ταπείνωσε εαυτόν, ώστε να γεννηθεί πτωχός και αδύναμος, αν και Θεός παντοδύναμος;
Όλα αυτά τα βιώνει κανείς μόνο δια της πίστεως και μάλιστα μέσα στο χώρο της καθαρής του καρδιάς, εκεί δηλαδή που εμφανίζεται ο Θεός και συνομιλεί με τον άνθρωπο.
Πρώτον. Επτώχευσεν ο Θεός.
Ολόκληρη η επίγεια ζωή του Χριστού, από τη στιγμή της ενανθρωπήσεώς Του, ήταν ζωή εκούσιας πτωχείας, στερήσεως, διωγμού, συκοφαντίας και διαβολής.
Χαρακτηριστικός στην περίπτωση αυτή είναι ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος μας σημειώνει για τη Γέννηση του Κυρίου: «και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι»3. Σπάργανα λοιπόν πτωχικά, στάβλος και παρουσία των ζώων συνιστούν δείγματα εσχάτης πτωχείας για το Μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού. Γι’ αυτό γεμάτος θαυμασμό αναφωνεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : «Αλλά τι να πω ή πώς να μιλήσω; Δημιουργό βλέπω και φάτνη, βρέφος και σπάργανα, παρθένο λεχώνα, χωρίς να έχει ούτε και τα πιο αναγκαία, όλα γεμάτα από φτώχεια, όλα γεμάτα από ανέχεια. Πώς, ενώ είναι πλούσιος, επτώχευσε για χάρη μας; Πώς ούτε κρεβάτι είχε, ούτε στρώμα, αλλ’ είχε τοποθετηθεί σε μία ξηρή φάτνη;»4.
Ο Άγιος Θεόδοτος Αγκύρας γράφει χαρακτηριστικά για την πτωχεία του Χριστού : «Αυτός ο ποιητής της φύσεως ξενιτεύτηκε, επειδή θέλησε να ανορθώσει τη νικημένη ανθρώπινη φύση. Και έρχεται κοντά μας χωρίς να κάνει κρότο ως Θεός, χωρίς να καταπλήττει με βροντές τις ακοές μας, χωρίς να τον περιβάλλει ομίχλη και να δείχνει μέσα στην ομίχλη φοβερή φωτιά, χωρίς να τρομοκρατεί με τον ήχο σάλπιγγας όσους τον ακούν… Δεν έρχεται συνοδευόμενος από αρχαγγέλους. Δεν κινεί τα στρατόπεδα των αγγέλων. Γιατί δε θέλησε να φοβήσει εκείνον που απομακρύνθηκε από τους νόμους του.
Αλλά έρχεται ο Κύριος όλων με μορφή δούλου, ντυμένος στη φτώχεια, για να μη διώξει και τρομάξει το θήραμα. Γεννάται σε μια άγνωστη περιοχή. Διαλέγει για τη γέννησή του έναν αφανή αγρό και γεννάται από μια φτωχή Παρθένο. Όσα προσλαμβάνει είναι όλα πτωχά, “ίνα ησύχως προς σωτηρίαν αγρεύση τον άνθρωπον”».
Και συνεχίζει ο άγιος επίσκοπος το λόγο του : «Εσύ να βλέπεις το πτωχότατο οίκημα Εκείνου που πλουτίζει τον ουρανό. Να βλέπεις τη φάτνη Εκείνου που κάθεται πάνω στα Χερουβείμ. Να βλέπεις τα σπάργανα Εκείνου που περιχαράκωσε με την άμμο το πέλαγος. Να βλέπεις την κάτω πτωχεία Του και να αναλογίζεσαι τον ουράνιο πλούτο Του… Και όμως μέσα σ’ αυτή τη φτώχεια φανερώνεται ο πλούτος της Θεότητός Του. Ένα αστέρι φανερώνει στους μάγους τον πτωχό και οδηγεί τους βαρβάρους στη φάτνη του πένητος. Αλλά και οι άγγελοι χαίροντες αναγορεύουν τον πτωχό στους ποιμένες υμνώντας τον πλούτο της Θεότητός Του»5.
Δεύτερον. Επτώχευσεν ο Θεός.
Αυτή η πτωχεία του Χριστού υπενθυμίζει και σε εμάς τους μαθητές Του μία βασική αλήθεια, την οποία πολλές φορές θέλουμε να αγνοούμε : ο πλούτος και τα αγαθά, τα οποία μας χάρισε ο Θεός, δεν είναι δικά μας! Ανήκουν σε Αυτόν και στους αδελφούς μας οι οποίοι υποφέρουν. Είμαστε, με άλλα λόγια, διαχειριστές αυτών των αγαθών με βάση τη φιλανθρωπία του Θεού. Άρα θα πρέπει να θέσουμε κάτω από την ευλογία Του ό,τι Εκείνος πλουσιοπάροχα μας δωρίζει, όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τον κάθε άνθρωπο, ο οποίος θα έχει την ανάγκη αυτών των αγαθών, προκειμένου να ενδύσουμε την ψυχή μας.
Γιατί πραγματικό ένδυμα της ψυχής είναι «η ελεημοσύνη και η άφθονος παροχή αγαθών εις τους πτωχούς • αυτό είναι το κάλλιστον ένδυμα της ψυχής, αυτό είναι το λαμπρόν ιμάτιόν της»6.
Αυτή «είναι η βασίλισσα των αρετών, η οποία και παρίσταται με θάρρος εκεί (στην άλλη ζωή) και θα μας εξαιρέσει από την κόλαση και την τιμωρία και κανένας δεν θ’ αντισταθεί σ’ αυτόν που μπαίνει στον ουρανό μαζί με αυτήν. Πράγματι, τα φτερά της είναι ελαφρά και υπερβολικά μεγάλη η παρρησία της και ανεβαίνει στον ίδιο το βασιλικό θρόνο»7.
Προσφέροντας την αγάπη μας προς τους έχοντες ανάγκη, την προσφέρουμε στον ίδιο τον Χριστό.
Ανοίγοντας το σπίτι μας, μα πολύ περισσότερο την καρδιά μας, στους φτωχούς αδελφούς μας, την ανοίγουμε στον ίδιο τον Χριστό.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που συχνά πυκνά μέσα στις ομιλίες του αναφέρεται σε αυτήν την αρετή, μας τονίζει τα εξής : «Κάλεσε δια γεύμα τον Χριστόν, δώσε εις αυτόν από τα ιδικά σου, μάλλον δε από τα ιδικά του • αυτό δίδει την απέραντον και συνεχώς ακμαίαν απόλαυσιν»8.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για την ελεημοσύνη : «Όχι μόνον δια της ελεημοσύνης, που γίνεται με χρήματα, φαίνεται η διάθεση της αγάπης, αλλά πολύ περισσότερο με το να μεταδίδεις στον άλλον λόγο Θεού. Ακόμη δε και με κάθε είδους εξυπηρέτηση. Εκείνος που πραγματικά έχει αποξενωθεί από τον κόσμο κι εξυπηρετεί τον πλησίον του με ειλικρινή αγάπη, γρήγορα θ’ απαλλαγεί από τα πάθη και θα γίνει συμμέτοχος της θείας αγάπης και γνώσεως. Εκείνος που αγαπά τον Θεό, αγαπά απαραιτήτως και τον πλησίον του. Αυτός δεν μπορεί να κρατά τίποτε για τον εαυτό του. Οικονομεί τα πάντα όπως αρέσει στον Θεό και δίδει με προθυμία ελεημοσύνη σ’ όσους έχουν ανάγκη»9.
Ένα ζωντανό παράδειγμα ελεημοσύνης το συναντούμε αποτυπωμένο στο πρόσωπο του Αγίου Μαρκιανού. «Διηγούνται ακόμη για τον Άγιο Μαρκιανό ότι τις νύχτες γύριζε στις φτωχές συνοικίες της πόλεως και περιμάζευε τους εγκαταλελειμμένους νεκρούς. Τους έπλενε με τα χέρια του, τους σαβάνωνε και τους πήγαινε στην εκκλησία για να τους διαβάσει και να τους θάψει το άλλο πρωί. Κι είχε αποκτήσει την συνήθεια να μην αφήνει μόνο στην εκκλησία τον νεκρό προτού τον ασπασθεί.
Κάποτε λοιπόν έγινε αυτό το παράδοξο : Ο νεκρός ήταν ένας πολυβασανισμένος γέρος, χτυπημένος από την ζωή. Έμοιαζε σαν να είχε αντικρίσει με ανακούφιση τον θάνατο. Ο Άγιος τον περιποιήθηκε μ’ όλη του την καρδιά. Τέλος τον τοποθέτησε στο νεκροκρέβατο στον νάρθηκα της εκκλησίας. Έτοιμος να φύγει πια, γυρίζει στον νεκρό και του λέει : “Έλα, αδελφέ μου, να φιληθούμε, σαν παιδιά του Χριστού”.
Κι ο νεκρός με ευγνωμοσύνη, υπακούοντας στην πρόσκληση του ευεργέτη του, ανακάθισε στο φέρετρο, αντάλλαξε μαζί του αδελφικό ασπασμό κι έγειρε πάλι για τον αιώνιο ύπνο του»10.
Αν δεν αποκτήσουμε έλεος σ’ αυτήν τη ζωή, δε θα έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε το έλεος του Θεού και την ευσπλαχνία Του στη Βασιλεία των Ουρανών. Αν δεν ελεήσουμε, δε θα ελεηθούμε. Γιατί απλούστατα, η ελεημοσύνη είναι αυτή που πλησιάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. «Ιδού λοιπόν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού ημέρα σωτηρίας»…
1. Β’ Κορ. 8,9
2. Φιλ. 2,7
3. Λουκ. 2,7
4. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Λόγος Β’ εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», ΕΠΕ 35,485
5. Θεοδότου Αγκύρας, «Ομιλία Α’, λεχθείσα εν τη ημέρα της Γεννήσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», PG 77,1360-1364
6. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Ομιλία ΚΑ’ εις την Γέννεσιν», ΕΠΕ 2,637
7. Του ιδίου, «Ομιλία Β’ εις το “μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος”», ΕΠΕ 8α,319
8. Του ιδίου, «Λόγος ΚΖ’, Υπόμνημα εις την πρώτην Κορινθίους επιστολήν του αποστόλου Παύλου», ΕΠΕ 18α,211
9. Θεοδώρας Χαμπάκη, «Γεροντικό», έκδ. Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας «Αγία Λυδία», 2017, σελ. 103
10. ό.π., σελ. 100