Η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών, έμεινε γνωστή ως περίοδος ποτοαπαγόρευσης. Η κατανάλωση αλκοόλ σχετιζόταν με τα φτωχά λαϊκά στρώματα στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να τη συνδέσουν με την εγκληματικότητα, την ανηθικότητα και τις “απρεπείς” συμπεριφορές. Aπό τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει την παραγωγή οινοπνεύματος προκειμένου τα σιτηρά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τρόφιμα. Παρ’ όλα αυτά, η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή.
Τελικά η βιομηχανία ποτών αξιολογήθηκε ως μία σημαντική πηγή εσόδων που δεν μπορούσε να χαθεί, η εγκληματικότητα εμφάνιζε έτσι και αλλιώς ανοδικές τάσεις και στις 5 Δεκεμβρίου του 1933 τελείωσε και επίσημα η ποταπαγόρευση στις ΗΠΑ. Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε «ζεστό» χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ. Το Μισισιπί ήταν η τελευταία πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.