Σαν σήμερα στις 28 Νοεμβρίου 1953 κλείνει η υπόθεση της «Δίκης των αεροπόρων». Πρόκειται για μία σκευωρία που έχει
κατασκευαστεί με αφετηρία ένα εκπαιδευτικό αεροπορικό δυστύχημα, στη Σχολή Ικάρων.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1951 στη Σχολή Ικάρων ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων έχει ως αποτέλεσμα την πτώση ενός αεροπλάνου τύπου Χάρβαρντ. Έπειτα από μερικές ημέρες, σε μία από τις αίθουσες της σχολής ο τοίχος είναι βαμμένος με ένα σύνθημα υπέρ του ΚΚΕ. Τα δύο γεγονότα συσχετίζονται. Ο τότε αρχηγός του ΓΕΑ αντιπτέραρχος Εμμανουήλ Κελαϊδής διατάσσει ένορκη προανάκριση για «ενδείξεις δολιοφθοράς σε πολεμικό αεροσκάφος της Σχολής Αεροπορίας» στις 30 Δεκεμβρίου.
Η Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου. Επικεφαλής των κυβερνήσεων είναι οι Σοφοκλής Βενιζέλος και Νικόλαος Πλαστήρας, εναλλάξ, υπό την εποπτεία της Αμερικανικής Αποστολής. Ο στρατός είναι τόσο ισχυρός ώστε να λειτουργεί ως πόλος εξουσίας. Στους κόλπους του δρα η μυστική οργάνωση ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Παράλληλα, η καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του σε θάνατο, κυριαρχούν ως είδηση στην επικαιρότητα.
Οι ανακρίσεις για το αεροπορικό δυστύχημα ξεκινούν στις αρχές του 1952. Οι πρώτοι κατηγορούμενοι οδηγούνται στα μπουντρούμια του Αερονομείου Παλαιού Φαλήρου. Πρόκειται για τους αντισμήναρχο ε.α. Θεοφάνη Μεταξά, σμηναγό Ηλία Παναγουλάκη και Ελευθέριο Ζαφειρόπουλο, υποσμηναγό Γεώργιο Θεοδωρίδη και Γεώργιο Μαδεμλή, επισμηναγό Νικόλαο Δόντζογλου και ανθυποσμηναγό Παναγιώτης Λεμπέσης, ακόμη επτά υπαξιωματικούς και πέντε ιδιώτες. Οι κατηγορούμενοι βασανίστηκαν με φρικτό τρόπο. Ένας από τους κατηγορουμένους μάλιστα, ο καθηγητής μαθηματικών Χρήστος Δαδαλής, δεν άντεξε τα βασανιστήρια και πέθανε. Οι υπόλοιποι ομολόγησαν ότι είναι ένοχοι για την δολιοφθορά του αεροπλάνου.
Το μόνο που μένει να αποδειχθεί είναι, η σχέση των κατηγορουμένων με το ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό, οι εμπνευστές της σκευωρίας στρατολογούν τον Ίκαρο Νίκο Ακριβογιάννη και στις 7 Απριλίου 1952 τον στέλνουν στην Αλβανία με την ιδιότητα του φυγάδα κομμουνιστή, στα πλαίσια μίας δήθεν εθνικής αποστολής. Στη συνέχεια καταδίδουν τον Ακριβογιάννη ως διπλό πράκτορα στις αλβανικές αρχές. Ο Ακριβογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται στις 15 Απριλίου 1953.
Εν τω μεταξύ, στις 16 Απριλίου 1952 η υπόθεση των αεροπόρων αποκαλύπτεται από πληθώρα δημοσιευμάτων του δεξιού τύπου τα οποία κάνουν αναφορά για «ανακαλυφθείσα κομμουνιστική δράση στην Αεροπορία». Στις 10 Ιουλίου, εκδίδεται παραπεμπτικό βούλευμα, σύμφωνα με το οποίο κάθονται στο εδώλιο του Αεροδικείου συνολικά 19 άτομα. Κατά το βούλευμα, οι κατηγορούμενοι φέρονται να έχουν συμπήξει οργάνωση, ήδη από το 1950 η οποία φέρνει εις πέρας εντολές της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Η «Δίκη των Αεροπόρων» ξεκινά στις 22 Αυγούστου 1952 και ολοκληρώνεται στις 17 Σεπτεμβρίου. Το δικαστήριο πείθεται ότι οι φερόμενοι ως κατηγορούμενοι είναι ένοχοι. Στους σμηναγό Παναγουλάκη και υποσμηναγό Θεοδωρίδη επιβάλλεται η ποινή του θανάτου, τέσσερις καταδικάζονται σε ισόβια, δύο σε εικοσαετή κάθειρξη, και δύο σε δεκαετή κάθειρξη. Οι υπόλοιποι αθωώνονται.
Το Μάρτιο του 1953 η «υπόθεση των Αεροπόρων» φτάνει στο Ανώτατο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η δίκη ωστόσο αναβάλλεται «λόγω σημαντικών αιτίων και για κρείσσονες αποδείξεις».
Κυβερνήτης της χώρας είναι πια ο Αλέξανδρος Παπάγος. Η δίκη στο αναθεωρητικό ξεκινά τελικά στις 30 Σεπτεμβρίου, με δέκα κατηγορούμενους αυτή τη φορά. Οι εργασίες της εν λόγω υπόθεσης ολοκληρώνονται στις 28 Νοεμβρίου 1953. Όλα τα στοιχεία που παρουσιάζονται αποδεικνύουν την ύπαρξη σκευωρίας πίσω από το δυστύχημα στη σχολή Ικάρων. Παρόλα αυτά, οι δικαστές δέχονται την ύπαρξη συνωμοσίας και τιμωρούν τους κατηγορουμένους με ελαφρύτερες ποινές: δύο καταδικάζονται σε ισόβια, έξι σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης και δύο αθωώνονται.
Ο φάκελος της υπόθεσης των αεροπόρων κλείνει οριστικά το Νοέμβριο του 1955, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει να χορηγήσει αμνηστία τόσο στους καταδικασθέντες όσο και στους σκευωρούς.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής λέει στον αμνησθέντα αξιωματικό και συμπατριώτη του από τις Σέρρες Γεώργιο Μαδεμλή κατά τη διάρκεια συνάντησής τους, ότι γνώριζε πως «είναι αθώοι».