Πολύς θόρυβος έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες γύρω από το παράνομο ποδοσφαιρικό στοίχημα και την υπόθεση «στημένων» αγώνων στην Ελλάδα. Η παραπομπή 28 «ποδοσφαιρανθρώπων» στην Δικαιοσύνη, είναι το τελευταίο «επεισόδιο» σε ένα «σίριαλ» που, ναι μεν, απασχολεί σε αραιά διαστήματα τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, παραμένει όμως διαρκώς στην πρώτη γραμμή της αφανούς επικαιρότητας. Πρόκειται για ένα ζήτημα που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη κάθε χώρου ποδοσφαιρικής συνάθροισης, δεδομένου ότι από τον Αύγουστο μέχρι και τον Μάιο κάθε χρονιάς, η «στρογγυλή θεά» δεν σταματά να κυλά στα γήπεδα του πλανήτη.
Καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια διαλεύκανσης της υπόθεσης έχουν διαδραματίσει δύο άνθρωποι. Πρόκειται για τον υφυπουργό, αρμόδιο για θέματα Αθλητισμού, Γιώργο Βασιλειάδη, αλλά και τον προκάτοχο του και νυν υπουργό Δικαιοσύνης, Σταύρο Κοντονή, που με ενέργειες ουσιαστικού περιεχομένου, κατάφεραν σε – πολιτικά – σύντομο χρονικό διάστημα, να παράξουν αποτελέσματα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, πως αμφότεροι έδειξαν πολιτική βούληση χωρίς να υπολογίσουν το προσωπικό κόστος.
Από τον Χόιτσερ στην Θεσσαλονίκη Το πρόσωπο που αποτελεί σημείο αναφορά σε διεθνές επίπεδο για το φαινόμενο των στημένων αγώνων, είναι χωρίς αμφιβολία, ο διαβόητος, πλέον, Γερμανός διαιτητής, Ρόμπερτ Χόιτσερ. Ήταν Αύγουστος του 2004, όταν ο – τότε – 25χρονος Χόιτσερ, παραδέχθηκε ότι είχε «στήσει» έναν αγώνα για το κύπελλο Γερμανίας, προκειμένου το Αμβούργο να ηττηθεί από ομάδα των ερασιτεχνικών κατηγοριών. Στην πορεία της ανάκρισης και όπως συμβαίνει συνήθως όταν κάποιος πέφτει στα χέρια των αρχών, ο Χόιτσερ άρχισε να… κελαηδάει, η υπόθεση ξεπέρασε τα σύνορα της Γερμανίας και αφού πέρασε σχεδόν απ΄ ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, έφτασε… μέσω Κροατίας και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Χόιτσερ, το «ελληνικό κέντρο» είχε έδρα την Θεσσαλονίκη, με βασικούς διαχειριστές έναν νεαρό που σπούδασε στο Ζάγκρεμπ κι έναν μάνατζερ. Αμφότεροι αντάλλασαν πληροφορίες με τα… αντίστοιχα κέντρα της αλλοδαπής και καθώς οι «προβλέψεις» τους επαληθεύονταν σε ποσοστό άνω του 90%, θησαύρισαν μέσω του στοιχηματισμού. Πως και γιατί «στήνεται» ένας αγώνας…
Τι είναι όμως το παράνομο στοίχημα και γιατί έχει τέτοια απήχηση στο ευρύ κοινό; Ποιοί και με ποιούς τρόπους το ελέγχουν; Και τελικά ποιοί και από ποιούς ζητούν τις όποιες ευθύνες; Η επιστήμη έχει αποδείξει διαχρονικά, πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρωπίνων δράσεων, γίνεται με σκοπό κάποιου είδους κέρδος. Η ανιδιοτέλεια σπάνιζε και προϊόντος του χρόνου, τείνει να γίνει… είδος προς εξαφάνιση. Αυτή η συνθήκη, αποτελεί και τα «θεμέλια» πάνω στα οποία στηρίζεται το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο, που συναποτελείται από τα «συγκοινωνούντα δοχεία», του προσφερόμενου γεγονότος, του παράνομου στοιχηματισμού σε αυτό και της διανομής του χρήματος, ανάλογα με την επιτυχία ή την αποτυχία της εκάστοτε πρόβλεψης.
Για να «στηθεί» ένας αγώνας, αναγκαία και ικανή συνθήκη, είναι η συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων εκ των πρωταγωνιστών. Με πιο απλά λόγια, χρειάζεται η συμβολή και η συναίνεση ενός διαιτητή ή/και ενός ή περισσοτέρων ποδοσφαιριστών. Το ιδανικό σενάριο περιλαμβάνει και τον διαιτητή και τους ποδοσφαιριστές. Για να προσεγγίσει κάποιος «τρίτος» διαιτητή ή ποδοσφαιριστή, είναι υποχρεωτικό το δέλεαρ ή το αντίτιμο.
Και για να καταστεί δυνατή η προσέγγιση ενός ατόμου, απαραίτητη προϋπόθεση, είναι πως ο «προσεγγιζόμενος» έχει ανάγκη, χρειάζεται το δέλεαρ. Δεδομένου λοιπόν, πως ένας παίκτης έχει υπογράψει ένα συμβόλαιο -λόγου χάρη- για 15.000 ευρώ ετησίως και μέχρι την ώρα του αγώνα, έχει εισπράξει μετά βίας το 1/10 των υποσχεθέντων από την διοίκηση της ομάδας, είναι πολύ πιθανόν – αν «το’ χει» βέβαια και στο χαρακτήρα του – να δεχθεί ένα οποιοδήποτε ποσό για να επιδείξει παραβατική ή έστω αντιδεοντολογική συμπεριφορά. Όπως αντίστοιχα μπορεί να συμβεί και με έναν διαιτητή, ο οποίος δεν εξασφαλίζει τα προς το ζην από την «σφυρίχτρα».
Και στις περισσότερες περιπτώσεις, το δέλεαρ είναι – εκτός από την άμεση καταβολή του προσυμφωνηθέντος ποσού – προώθηση για την ανέλιξη της καριέρας του. Τα υποψήφια… θύματα Η άποψη πως ο ποδοσφαιριστής είναι ένα «κωλόπαιδο» που «κλωτσάει ένα πετσί» και παίρνει εκατομμύρια, απέχει παρασάγγες από την πραγματικότητα. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, οι ποδοσφαιριστές ζουν σε δυσμενείς συνθήκες, σε ποσοστό που ξεπερνά το 70%. Από τους υπόλοιπους ένα 25% ζει αξιοπρεπώς και μόλις το υπόλοιπο 5% ανήκει στην «αφρόκρεμα» που απολαμβάνει προκλητικές ανέσεις και έσοδα.
Για παράδειγμα, ένας παίκτης στην Ασία ή στην Αφρική, που δεν είναι «πρώτο όνομα», δεν έχει σταθερό εισόδημα. Συνήθως, καταφέρνει να εξασφαλίζει τα έξοδα διαβίωσης -κι αυτά σε περιορισμένο βαθμό- και κατά συνέπεια, καθίσταται εξαιρετικά «ευάλωτος» σε «αετονύχηδες» που θα τον προσεγγίσουν για να «στήσει» ένα ματς. Ανάλογες είναι οι συνθήκες στις «μικρομεσαίες» κατηγορίες, των δυτικών πρωταθλημάτων, με εξαίρεση τις χώρες όπου το ποδόσφαιρο, αποτελεί βιομηχανία παραγωγής προϊόντων και μάλιστα εντυπωσιακής υπεραξίας.
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως και σε αυτές τις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, δεν παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα. Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο λόγος που υπάρχουν οι «στημένοι» αγώνες, είναι το κέρδος των διοργανωτών παράνομου στοιχηματισμού («μπουκ» στη συνέχεια του κειμένου, για συντομία). Το εύκολο χρήμα είναι η παγίδα που στήνουν τα συγκεκριμένα κυκλώματα, απευθυνόμενα σε άτομα εξαρτημένα ή μη.
Σ΄αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί πως η εξάρτηση από τον τζόγο, είναι στην κορυφή του σχετικού επιστημονικού καταλόγου που αναφέρεται στην ισχύ του εθισμού, μαζί με την εξάρτηση από το αλκοόλ και τις ουσίες. Όσον αφορά στην νομική πλευρά του ζητήματος, για να στοιχειοθετηθεί αδίκημα, είναι υποχρεωτική η ομολογία.
Δηλαδή απαιτείται από τον πρωταγωνιστή, να παραδεχθεί ότι δωροδοκήθηκε από συγκεκριμένο πρόσωπο, με συγκεκριμένα στοιχεία, για συγκεκριμένο αγώνα. Γι΄αυτό και στο ακροατήριο έχουν φτάσει ελάχιστες υποθέσεις, συγκριτικά πάντα με την ευρύτητα που έχει αποκτήσει το φαινόμενο σε διεθνές επίπεδο. Και σε ακόμη λιγότερες περιπτώσεις, οι δράστες, οι «ιθύνοντες» έχουν υποστεί τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Όπως συνέβη με τον Χόιτσερ… Από την μαφία στα… άλμπατρος Το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει τις ρίζες του, σ΄ αυτόν τον βαθμό και μ΄ αυτήν την μορφή, στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα.
Βασικοί εμπνευστές ήταν οι οικογένειες της Μαφίας, που ήλεγχαν την διακίνηση όπλων, ναρκωτικών και γυναικών. Κάποια στιγμή αντελήφθησαν ότι μπορούσαν να πάρουν υπό τον έλεγχο τους και την μεγάλη μάζα αυτών που ήθελαν να ποντάρουν τα χρήματα τους, με σκοπό να φτάσουν στο εύκολο κέρδος. Έτσι, μέσα από τις γνωστές κοκορομαχίες, περάσαμε στους αγώνες πυγμαχίας και φτάσαμε στον ιππόδρομο. Κάποτε -και σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι σήμερα- οι ιπποδρομίες αποτελούσαν κοινωνικό γεγονός και τις παρακολουθούσαν μόνο οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις, που διατηρούσαν στάβλους με περίφημα προϊόντα, αξίας εκατομμυρίων δολαρίων (σ.σ. τότε αυτό ήταν το ισχυρό νόμισμα).
Αργότερα και κυρίως σε χώρες που δεν φημίζονται για το βιοτικό τους επίπεδο, ο ιππόδρομος έγινε συνώνυμο του υποκόσμου, γεγονός που διευκόλυνε τους Μαφιόζους στα σχέδια τους. Έτσι, απέκτησαν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία των έλεγχο και προκαθόριζαν τα αποτελέσματα, αποκομίζοντας τεράστια οφέλη.
Σήμερα, η Μαφία -με την μορφή που είχε τότε- αποτελεί κάτι σαν ιστορική ανάμνηση και έχει δώσει την θέση της στις συμμορίες που λυμαίνονται τους διάφορους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, οι οποίοι βρίσκονται πίσω ή είναι οι ίδιοι διοργανωτές στοιχημάτων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αν κάποιος ανατρέξει στο διαδίκτυο μπορεί να ποντάρει τα χρήματα του, ακόμη και σε αγώνες… άλμπατρος (ναι των συμπαθητικών πουλιών με τα μεγάλα πόδια), ενώ αθλήματα που θεωρούνται «ευγενή» όπως το τένις, το γκολφ και ο κλασσικός αθλητισμός βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των σχετικών ιστοσελίδων.
Παράνομο στοίχημα διοργανωτές και υπεραξία Σχετικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι το παράνομο στοίχημα, καλύπτει τουλάχιστον τον μισό από τον συνολικό τζίρο παγκοσμίως. Οι διοργανωτές παράνομου στοιχηματισμού, λειτουργούν μονίμως εκ του ασφαλούς και η εξήγηση είναι πολύ απλή. Για να γίνει κατανοητό, θα μπούμε στην ουσία του πράγματος. Ο εκάστοτε διοργανωτής στοιχήματος προσφέρει τρεις αποδόσεις για τα τρία πιθανά αποτελέσματα ενός ποδοσφαιρικού -στην περίπτωση μας- αγώνα.
Μακροχρόνια θα εξασφαλίσει κέρδος, καθώς θα δεχθεί στοιχήματα και για τα τρία πιθανά αποτελέσματα, οπότε ανάλογα με την επαλήθευση, θα πληρώσει έναν πελάτη και θα εισπράξει από δύο. Όταν μάλιστα οι αποδόσεις είναι περίπου μοιρασμένες, τότε το κέρδος είναι ακόμη μεγαλύτερο. Και στην περίπτωση όμως που μία από τις αποδόσεις είναι θεωρητικά πιο πιθανή σε επαλήθευση, ο μπουκ θα έχει και πάλι κέρδος -πάντα μακροχρόνια- καθώς θα πληρώσει τον παίκτη ή τους παίκτες που θα επιλέξουν την «εύκολη» απόδοση, όμως θα βάλει στην τσέπη του τα χρήματα όσων επιδιώξουν να έχουν μεγαλύτερο κέρδος κοντράροντας την επικρατέστερη απόδοση. Και κάπου εδώ μπαίνει ο παράγοντας «στημένος» αγώνας.
Η τακτική που ακολουθείται σε ανάλογες περιπτώσεις διαφέρει. Ένας τρόπος είναι να «διαρρεύσει» στο ευρύ κοινό ότι η ομάδα Α θα νικήσει την ομάδα Β. Κάποιοι θα σπεύσουν να ποντάρουν τα χρήματα τους, πιστεύοντας ότι βρήκαν την κότα με το χρυσό αυγό. Ανάλογα με τις… ταγές του εκάστοτε μπουκ η «πληροφορία» θα επαληθευθεί ή θα διαψευσθεί.
Στην πρώτη περίπτωση το κέρδος του διοργανωτή του παράνομου στοιχηματισμού είναι η άγρα πελατών και η διεύρυνση του… καταναλωτικού κοινού με το μικρότερο κόστος διαφήμισης. Στην δεύτερη περίπτωση, το κέρδος του είναι σαφέστατα μεγαλύτερο, καθώς αφενός θα εισπράξει τα χρήματα όσων πίστεψαν στην… κότα και αφετέρου θα κρατήσει στην «πρίζα» τους χαμένους που θα περιμένουν την επόμενη «πληροφορία». Μία άλλη τακτική, που συνήθως βρίσκει μικρότερη εφαρμογή στην πράξη, είναι το ίδιον όφελος.
Με κάποιον τρόπο, ο «μπουκ» προκαθορίζει το αποτέλεσμα ενός αγώνα, στοιχηματίζει σ΄ αυτό και εφόσον επαληθευθεί η «δουλειά» καρπώνεται το κέρδος. Έτσι, από την μία έχει μαζέψει αρκετά χρήματα για να πληρώνει τους κερδισμένους πελάτες του και από την άλλη έχει την δυνατότητα να αυξήσει το μέγεθος της επιχείρησης του. Στοιχηματικοί παράδεισοι Όταν λοιπόν μιλάμε για «στημένους» αγώνες θα πρέπει να ξέρουμε ότι σε ένα ποσοστό της τάξης του 95%, αναφερόμαστε σε διοργανώσεις χωρών, όπου ο έλεγχος είναι ανύπαρκτος και η προβολή προς τα έξω είναι ασήμαντη. Και ο λόγος είναι πολύ απλός.
Κανένας διοργανωτής παράνομου στοιχηματισμού στον κόσμο δεν έχει δυνατότητα πρόσβασης σε προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες και ειδικότερα στους κορυφαίους συλλόγους. Έστω όμως ότι βρήκε πρόσβαση, πόσα χρήματα θα πρέπει να δώσει σε κορυφαίους αστέρες του διεθνούς ποδοσφαίρου, όταν αυτοί εισπράττουν σε ετήσια βάση τον προϋπολογισμό ενός μικρού κράτους; Και έπειτα, πόσα χρήματα θα πρέπει να διοχετεύσει στην στοιχηματική αγορά για να πάρει αυτά που «έδωσε» σε κάποιον ή σε κάποιους απ΄ αυτούς τους παίκτες; Είναι πραγματικά αδύνατο.
Όπως αδύνατο είναι να πλησιάσει τον οποιοδήποτε διαιτητή που διευθύνει αγώνα Τσάμπιονς λιγκ, προκειμένου να τον επηρεάσει, όταν ο εν λόγω ρέφερι ξέρει ότι απ΄ αυτά τα παιχνίδια κρίνεται η καριέρα του και τον παρακολουθεί όλος ο κόσμος από την τηλεόραση; Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ακόλουθο: Ο Ρώσος Ρομάν Αμπράμοβιτς, μεγιστάνας του πλούτου δαπανά αφειδώς εκατομμύρια ευρώ για την αγορά και την ενίσχυση της Τσέλσι. Παράλληλα είναι εκ των «αφεντικών» στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Όλα αυτά «ανεπίσημα» και την ώρα που πολλοί κάνουν λόγο για «φούσκα» που σύντομα θα «σκάσει» και για πολλά άλλα.
Οι δύο ομάδες συναντώνται στο Τσάμπιονς λιγκ και οι «ειδήμονες» του παράνομου στοιχηματισμού υποστηρίζουν ότι ο αγώνας στην Αγγλία θα «σπάσει» για στοιχηματικούς λόγους. Η Τσέλσι νικά, οι «Κασσάνδρες» διαψεύδονται και ακολουθεί ο αγώνας της Μόσχας. Η απόδοση των Άγγλων είναι άκρως δελεαστική και με βάση την δυναμικότητα των ομάδων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (σ.σ. περίπου δύο φορές το ποσό στοιχηματισμού). Οι «ειδικοί» επανέρχονται και «διαρρέουν» ότι οι Ρώσοι θα νικήσουν εύκολα. Φεύ όμως, καθώς η Τσέλσι νικά και πάλι, στέλνοντας στον «κουβά» όσους άκουσαν τα «παπαγαλάκια»…
Δεν μπορεί δηλαδή να «στηθεί» ένας αγώνας της Μπάγερν με την Ρεάλ Μαδρίτης. Μπορεί όμως να «στηθεί» ένας αγώνας του Αμβούργου με την ερασιτεχνική Πάραντορν, ένας αγώνας του πρωταθλήματος Τσεχίας, του πρωταθλήματος Αυστρίας και ανάλογων διοργανώσεων, αρκεί να βρεθεί ένας Χόιτσερ, που θα πληρώσει για τα λάθη του «κυκλώματος» καθώς έκανε το λάθος να ομολογήσει. Οι υπόλοιποι βρίσκονται ήδη σε αναζήτηση κάποιου νέου Χόιτσερ και είναι βέβαιο πως τον έχουν βρει.
Γιώργος Διακογιάννης
ΑΠΕ