Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το λέγαν Κιτρινοσκουφίτσα.
Το όνομα αυτό, της το είχαν δώσει οι φίλοι της, γιατί της άρεσε συνέχεια να φοράει ένα κίτρινο, αδιάβροχο μπουφάν.
Ο λόγος που φορούσε όμως συνέχεια αυτό το μπουφάν, ήταν γιατί κάθε φορά που έβρεχε, εκείνη έπαιρνε το ποδήλατο της και χάνονταν για ώρες ατελείωτες στο πελώριο δάσος της περιοχής.
Είχε αγάπη τεράστια για το δάσος. Κάθε φορά, επέλεγε να πηγαίνει εκεί μονάχη της.
Πολλοί την παρεξηγούσαν γι’ αυτό που έκανε, όμως την Κιτρινοσκουφίτσα δεν την ένοιαζε τίποτα και κανένας.
Το δάσος για ‘κεινη ήταν ο αληθινός της κόσμος. Ένας κόσμος που μόνο εκεί μπορούσε να κάνει την ωραιότερη παρέα με τον εαυτό της και με ότι όμορφο και φυσικό υπήρχε γύρω της.
Τα δέντρα, τα λουλούδια, το ποτάμι, τα πουλιά…
Και η βροχή!!! αχ αυτή η βροχή!!!
Μόλις έφτανε στη μέση του δάσους κι ένιωθε ότι περιτρυγυρίζεται πια από τα πανίψηλα εκείνα δέντρα, σήκωνε ψηλά το κεφάλι της, κοιτούσε τον ουρανό, έκλεινε τα μάτια της και άφηνε τις απαλές στάλες της βροχής να ξεπλύνουν οτιδήποτε ανθρώπινο υπήρχε πάνω της.
Μία μέρα βροχερή λοιπόν, καθώς κίνησε και πάλι για το δάσος και περπατούσε ξέγνοιαστη, ένιωσε για πρώτη φορά μία παράξενη ησυχία τριγύρω.
Συνήθως τα πουλιά την συντρόφευαν με το γλυκό κελάηδημά τους, σήμερα όμως υπήρχε μια ανατριχιαστική σιωπή από παντού.
Η Κιτρινοσκουφίτσα προσπάθησε να μη δώσει σημασία, όμως όσο προχωρούσε η σιωπή αυτή γίνονταν όλο και πιο βουβή.
Άρχισε να προβληματίζεται. Κοιτούσε δεξιά κι αριστερά…
“Μήπως να γυρίσω πίσω;;;” σκέφτηκε.
Όμως μία φωνή εσωτερική…μία δύναμη ψυχική την έκανε να συνεχίσει τον δρόμο της προς το γνωστό, αγαπημένο της μονοπάτι, που κατέληγε στον γέρικο καταρράκτη του δάσους.
Οι χτύποι της καρδιάς της όσο προχωρούσε, δυνάμωναν όλο και περισσότερο.
Ξαφνικά…ένα μικρό ελάφι ξεπετάχτηκε μπροστά στα μάτια της, όπου αλαφιασμένο προσπαθούσε με πληγωμένο το δεξί του πόδι να τρέξει και να φύγει μακρυά της.
Η Κιτρινοσκουφίτσα τρόμαξε πάρα πολύ…
Σε κλάσματα δευτερολέπτου όμως το ελάφι εξαφανίστηκε από τα μάτια της.
Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει και προς τα που να πάει.
Ασυναίσθητα άρχισε να προχωράει μπροστά.
Βρέθηκε επιτέλους στον καταρράκτη.
Τα πόδια της όμως κοκάλωσαν στη στιγμή…Η ανάσα της νέκρωσε…και το βλέμμα της καρφώθηκε ακαριαία
σ’ αυτό που αντίκρισε μπροστά της.
Ένας λύκος κάτασπρος με αιματοβαμμένο τρίχωμα, στέκονταν παγιδευμένος και πληγωμένος κάτω από έναν επίσης αιματοβαμμένο, μεγάλο βράχο.
Έκλαιγε τόσο δυνατά και σπαρακτικά, που ο αφόρητος πόνος του άγγιξε και πόνεσε επίσης το κορμί και το μυαλό της Κιτρινοσκουφίτσας.
Εκείνη λύγισε αμέσως…
Η εικόνα που αντίκριζε, έδιωξε κάθε φόβο που υπήρχε μέσα της και το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να πάει κοντά του και να τον ελευθερώσει.
Ήξερε όμως πως αυτό μπορεί να της στοίχιζε και την ίδια της τη ζωή.
Έκανε δύο βήματα μπρος…
Κοντοστάθηκε ξανά…
Έκανε δυό βήματα πίσω…
Ξαφνικά ο λύκος έπαψε να φωνάζει…
Μονάχα ανέπνεε βαριά και γρήγορα ενώ το βλέμμα του καρφώθηκε για μια στιγμή στα καταπράσινα και φοβισμένα μάτια της Κιτρινοσκουφίτσας.
Τα μάτια της Κιτρινοσκουφίτσας καρφώθηκαν παράλληλα στα δικά του μαύρα, πελώρια, δακρυσμένα μάτια.
Αν εκείνη κατάφερνε και κουνούσε έστω και λίγο τον μεγάλο βράχο, ο λύκος θα μπορούσε να φύγει.
Όμως τι θα γινόταν αν εκείνη έδινε τη δική της ζωή, για τη ζωή του λύκου;;;
Η λογική την ταρακούνησε και έκανε να πάει να φύγει.
“Ισως τα καταφέρει και μόνος του” σκέφτηκε…
Όμως…
Οχι…
Κοντοστάθηκε για άλλη μια φορά…γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε ξανά τον λύκο.
Ήταν εκεί και βασανιζόταν αργά αργά…
Το βλέμμα του όμως λύγισε ολοκληρωτικά την ψυχή της και την έκανε να τρέξει με τη μία κοντά του.
Έβαλε τότε όλη της τη δύναμη και με μία τεράστια κραυγή μετακίνησε τον βράχο.
Ο λύκος απελευθερώθηκε αμέσως και με όση αντοχή είχε, προσπάθησε να φύγει μακρυά της…
Έτρεξε προς τον καταρράκτη…
Από το λαιμό του συνέχισε να τρέχει κόκκινο, πηχτό αίμα…
Τώρα όμως, κοντοστάθηκε εκείνος…
Γύρισε και κοίταξε την κοπέλα που στέκονταν τρομαγμένη δίπλα στον βράχο.
Το βλέμμα του μαγνήτισε ξανά την Κιτρινοσκουφίτσα.
Πάλι κάτι της μαρτυρούσε.
Ήταν από κείνα τα βλέμματα που νιώθεις τον κίνδυνο αλλά η ανεξήγητη γλύκα του σε κάνει να θες να τον γευτείς κι άλλο.
Ο λύκος πέρασε κάτω από τον καταρράκτη κι εξαφανίστηκε από μπροστά της.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και τότε ακούστηκε μέσα από τη σπηλιά η δυνατή κραυγή του.
Η Κιτρινοσκουφίτσα τρόμαξε ξανά…
Νόμιζε πως ο λύκος έπαθε κάτι, όντας ανύμπορος να κάνει το οτιδήποτε.
Σηκώθηκε κι έτρεξε αμέσως στον καταρράκτη.
Η περιέργεια της την έκανε να θέλει να μπει μέσα στη σπηλιά.
Πριν το κάνει όμως …μια απότομη αύρα ανέμου, χαστούκισε το πρόσωπό της αφού ξαφνικά πέταξαν δεκάδες πουλιά μέσα από τα πανίψηλα δέντρα…Ενώ στην απέναντι μεριά του καταρράκτη εμφανίστηκε από το πουθενά το πανέμορφο ελάφι.
Όλα της μιλούσαν εκείνη τη στιγμή…Της φώναζαν να φύγει…Να γυρίσει πίσω…
Όμως εκείνη δεν άκουσε τίποτα και κανέναν, πάρα μόνο την πλανεύτρα ψυχή της.
Μπήκε μέσα και αφού πέρασαν πάλι λίγα δευτερόλεπτα…αυτή τη φορά ακούστηκε η δυνατή κραυγή……… της Κιτρινοσκουφίτσας.
Ακούστηκε μια φορά και ποτέ ξανά…
Σιωπή…
Τεράστια σιωπή…
Στο ποτάμι, έρεε νερό κόκκινο…
Κανείς και ποτέ δεν έμαθε τι έγινε…
Όμως από τη μέρα εκείνη κι έπειτα… κάθε άνοιξη στις όχθες του…φύτρωναν λουλούδια κίτρινα… και κάθε φορά που έβρεχε, οι απαλές στάλες της βροχής, ξέπλεναν και πάλι όλο το αίμα του παρελθόντος, που είχε χυθεί πάνω τους.
Ξ.Γ.