Κάποτε η πράσινη φανέλα του αρχηγού ήταν βαριά. Το νούμερο 13 δεν ήταν απλά ένας αριθμός. Αντιπροσώπευε και συμβόλιζε μία ολόκληρη γενιά Παναθηναϊκών, οι οποίοι πήγαιναν περήφανοι στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν τον ήρωα τους.
Κάποτε ο Δημήτρης Διαμαντίδης ήταν η εμβληματική φιγούρα για τους πρωταθλητές. Ένα υπόδειγμα αθλητή και οικογενειάρχη. Δεν είχε κλίκες, δεν είχε μπάτλερ, σεβόταν τον κόσμο που πήγαινε να τον παρακολουθήσει και με σκυμμένο το κεφάλι έφτασε τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της Ευρώπης. Ο κόσμος τον λάτρευε και ας ήταν απόμακρος. Κι ας ήταν αντικοινωνικός. “Μισούσε” να μιλά στις κάμερες και τους δημοσιογράφους γιατί αυτά που έλεγε ήθελε να είχαν ουσία. Σεβόταν την κριτική γιατί ήξερε ότι ήταν ο καλύτερος. Δεν ήθελε να ασχοληθεί με κακοπροαίρετα σχόλια ή ανθρώπους. Ήταν κύριος και ας τον “πλήγωσαν” στο τέλος κάποιοι. Ούτε με αυτούς ασχολήθηκε.
Κάποτε ο Δημήτρης Διαμαντίδης έβαζε τα καλάθια της τελευταίας στιγμής και πανηγύριζε με τους συμπαίκτες του σαν μικρό παιδί. Δεν τα έβλεπε ως καλάθια δικαίωσης και αποδείξεων, ως προσωπικές ιστορίες, αλλά απλώς ως νίκες της ομάδας. Δεν το έβαζε αυτός, ούτε το έχανε αυτός. Ο Παναθηναϊκός νικούσε, ο Παναθηναϊκός πετύχαινε. Τα καλάθια του Διαμαντίδη δεν ήταν απαντήσεις, δεν είχαν αποδέκτες, πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε ποτέ διάλογος με κανέναν “εκεί έξω”. Και ήταν καλάθια που έδιναν τίτλους σε Ελλάδα και Ευρώπη και βέβαια μετάλλια στην Εθνική. Ήταν σουτ και πάσες που καθόρισαν την πορεία του Παναθηναϊκού και όχι “φωτοβολίδες” της μιας βραδιάς. Ήταν καλάθια που καθήλωναν Έλληνες και Ευρωπαίους.
Κάποτε ο Δημήτρης Διαμαντίδης αποτελούσε το ίνδαλμα για τα νέα παιδιά. Μαζί με τους Γκάλη, Γιαννάκη και Σπανούλη αποτελούν πηγή έμπνευσης για χιλιάδες πιτσιρίκια που θέλουν να γίνουν μεγάλοι και τρανοί. Γιατί αγωνίστηκαν, πάλεψαν, δικαιώθηκαν και με τα καλά τους, τα λάθη τους και τα κακά τους. Αποτελούν ακόμη και τώρα παράδειγμα προς μίμηση για έναν αθλητή που θέλει να διαπρέψει και όχι να καταντήσει ένας μπασκετικός τραγέλαφος και φανατικός θιασώτης οπαδών που δεν έχουν ιδέα από αθλητισμό και μπάσκετ.
Κάποτε ο Δημήτρης Διαμαντίδης έμπαινε στα αποδυτήρια και οι πάγκοι “έτρεμαν”. Όχι γιατί έβριζε και έπαιζε μπουνιές. Αλλά γιατί οι συμπαίκτες του ένιωθαν το μεγαλείο του και καθόντουσαν σούζα μπροστά στη σημαία της ομάδας. Δεν πουλούσε βεντετιλίκι, δεν ξενυχτούσε και μετά πήγαινε στην προπόνηση, δεν έπαιζε τζόγο και όταν “πλακωνόταν” είχε την ευθιξία μετά να ζητήσει συγγνώμη.
Κάποτε ο Δημήτρης Διαμαντίδης είχε βγει εκτός εαυτού και υπήρξε ανακόλουθος μέσα στο παρκέ. Όμως είχε τα ψυχικά αποθέματα να καταλάβει τα λάθη του και να επανορθώσει. Και τώρα που η καριέρα του έχει ολοκληρωθεί, όλοι γνωρίζουν ποιος ήταν ο κανόνας και ποιες οι εξαιρέσεις, τις οποίες δεν άφησε ποτέ να τον χαρακτηρίσουν. Και είχε την οξυδέρκεια να φύγει τη στιγμή που ήθελε πριν απομυθοποιηθεί. Δεν είχε δεύτερες σκέψεις και αυτό εκτιμήθηκε από τους οπαδούς της ομάδας του και τους αντιπάλους. Και ας τον έβριζαν στο ΣΕΦ. Οι φίλοι του Ολυμπιακού ήξεραν την αξία του και την προσφορά του στο ελληνικό μπάσκετ. Ήταν και είναι αδιαμφισβήτητη. Μόνο ακραία στοιχεία μπορούν να απορρίψουν αυτή τη λογική.
Κάποτε για να σχολιάσεις μπάσκετ πρωτίστως έπρεπε να ξέρεις από αθλητισμό. Αλλά για να σχολιάζεις πρέπει να έχεις αθλητική παιδεία και κουλτούρα. Είτε είσαι αθλητής είτε δημοσιογράφος. Σαφώς και υπάρχουν συνάδερφοι που “μολύνουν” την ελληνική δημοσιογραφία. Γι’ αυτό και οι γενικεύσεις δεν έχουν λογική. Ο μηδενισμός είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων που σκέφτονται μόνο με έπαρση και κόμπλεξ. Αλλά δίκη προθέσεων δεν μπορούμε να κάνουμε. Αν και ο αθλητικός εισαγγελέας, η ΕΣΗΕΑ και ο ΠΣΑΤ θα πρέπει να ασχοληθούν επί της ουσίας, με συμπεριφορές ατόμων, που προσβάλλουν την βασική έννοια του αθλητισμού.
Κάποτε αυτός που έκανε αναφορά σε νεκρούς (ανεξάρτητα με ποιο ήταν το παρελθόν τους), έβριζε τη γυναίκα του αντιπάλου του, δεν έδινε το χέρι στον προπονητή, έβριζε τον ομοσπονδιακό τεχνικό και υποτιμούσε νεαρούς παίκτες της Εθνικής θα τιμωρούνταν από την ίδια την ομάδα του. Όμως στη χώρα μας αυτοί οι τύποι αποθεώνονται στα social media και βρίσκουν χώρο για να ικανοποιήσουν το “εγώ” τους. Στο ΝΒΑ πάντως για κάποιους θα “έβρεχε” πρόστιμα. Στην Ευρωλίγκα υπάρχουν κανονισμοί ή μόνο devotion;
ΥΓ1: Όπως γράψαμε και στο twitter, είναι ντροπή για τον σύλλογο.
ΥΓ2: Κάτι ήξερε ο Μπουρούσης.
ΥΓ3: Μαζί με τον Γιώργο Συρίγο θα σχολιάσουμε το θέμα στην εκπομπή “Είναι να γελάει κανείς” στους 103.3 (16:00-18:00). Αν θέλει κάποιος να βγει στον “αέρα” του ραδιοφωνικού σταθμού -παίκτης,προπονητής, πρόεδρος- και να πει ξεκάθαρα ποιον αποκαλεί ΑΡΔ και γιατί, μπορεί να τηλεφωνήσει στο 210-6076000. Εκεί πραγματικά θα φανούν οι ΑΡΔ και τα ΑΡΔάκια.
Παντελής Βλαχόπουλος