«Τελικά ποιος έκαψε τη Θεσσαλονίκη; Η κυρία που ξέχασε στη φωτιά το τηγάνι με τις μελιτζάνες; Γιατί δεν κατάλαβα στα σίγουρα, γιαγιά…». Η φωναχτή απορία του 5χρονου Γιώργου, νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου, ήταν ειλικρινής αλλά και ενδεικτική του κλίματος, που θα διαμορφωνόταν τις επόμενες ώρες στη Θεσσαλονίκη, ένα Σαββατόβραδο διαφορετικό από τα άλλα, που όσοι το έζησαν θα το θυμούνται για καιρό.
Ο τίτλος της εκδήλωσης «Έγινε η σπίθα πυρκαγιά», ο χαρακτηρισμός της ως πολυθεάματος, η τετράωρη διάρκειά της, η πολύμηνη προετοιμασία που προηγήθηκε, οι διοργανωτές (Parallaxi, Δήμος Θεσσαλονίκης, ΔΕΘ-Helexpo), οι συμμετέχοντες (30 φορείς και ομάδες) και το πλήθος των καλλιτεχνών και εθελοντών (200 και 250 αντίστοιχα), είχαν προϊδεάσει εξαρχής πως κάτι ενδιαφέρον θα συνέβαινε στην πόλη και είχαν «ντύσει» με σασπένς τα δρώμενα, που γύρω στις 10 το βράδυ κορυφώθηκαν με αναπαράσταση στην Πλατεία Αριστοτέλους της μεγάλης πυρκαγιάς, που έκαψε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλονίκης, εκατό χρόνια πριν.
«Αναζητώντας την αλήθεια» Η επέτειος για τα εκατό χρόνια από τη Μεγάλη Πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, το 1917, δεν ήταν μία ασήμαντη επέτειος. Όμως, αυτό που έγινε χθες στη Θεσσαλονίκη δε θα αποδιδόταν με ακρίβεια ως μία «επετειακή εκδήλωση μνήμης».
Δεν ήταν γιορτή, δεν ήταν πανηγύρι, αλλά ούτε και μνημόσυνο. Είχε χαρά, αλλά είχε και θλίψη, είχε συγκίνηση, αλλά και ενθουσιασμό, ήταν σοβαρό και αστείο συνάμα, είχε απ’ όλα και κυρίως είχε κόσμο, τόσο κόσμο που το κέντρο της Θεσσαλονίκης είχε να μαζέψει πολύ καιρό –η δε Πλατεία Αριστοτέλους είχε να γνωρίσει τέτοιες ένδοξες στιγμές από τις εποχές των κομματικών συγκεντρώσεων και των πρωτοχρονιάτικων συναυλιών με τον Σάκη Ρουβά.
Ίσως θα ήταν πιο ταιριαστό να χαρακτηριστεί ως μια βραδιά αναζήτησης της ιστορίας, της ταυτότητας, της αλήθειας μίας πόλης. Άνθρωποι κάθε ηλικίας αναζήτησαν απαντήσεις ή θέλησαν να μοιραστούν με άλλους τις …βεβαιότητες που κατείχαν. Και κάπως έτσι κάτι χιλιάδες βρέθηκαν όλοι μαζί, χωρίς να διαμαρτυρηθούν για καθυστερήσεις στο πρόγραμμα, χωρίς να σπρώχνουν ο ένας τον άλλον, χωρίς να αμφισβητούν ο ένας τον άλλον, ακόμη κι όταν οι «βεβαιότητες» για το «ποιος έκαψε της Θεσσαλονίκη» απείχαν …πολλές θεωρίες μεταξύ τους.
«Αν δεις φωτογραφίες από τότε, φαίνεται ότι υπήρχαν ταυτόχρονα πύρινα μέτωπα σε τρία διαφορετικά σημεία. Δεν ήταν ατύχημα». «Επεκτάθηκε τόσο γιατί δεν υπήρχαν ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού το είχαν δεσμεύσει οι συμμαχικές δυνάμεις. Άφησαν τον κόσμο αβοήθητο». «Στόχος ήταν η τουρκική συνοικία, αλλά η φωτιά ξέφυγε». «Στην πραγματικότητα θέλανε να διώξουν τους Εβραίους και η φωτιά στην τούρκικη συνοικία ήταν απλώς η στάχτη στα μάτια». «Μα πώς γίνεται η φωτιά καθώς κατέβαινε στο κέντρο να έστριψε και να γλίτωσε ένα συγκεκριμένο κομμάτι μόνο;».
Ιστορίες λίγο- πολύ γνωστές, λίγο- πολύ ειπωμένες ή γραμμένες. Ακούστηκαν με αυτά τα λόγια χθες, από ανθρώπους μέσα στο πλήθος, χωρίς, όμως, κανείς να προσπαθήσει να επιβάλει τη δική του αλήθεια. Ίσως αυτή να ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία της εκδήλωσης: Ότι συγκέντρωσε ανθρώπους, οι οποίοι -ασχέτως τι είχαν διαβάσει, ακούσει και πιστέψει για την πυρκαγιά- χωρίς παρωπίδες και ταμπού, θέλησαν να μάθουν κάτι παραπάνω για την πόλη που γεννήθηκαν, την πόλη στην οποία ζουν.
«Οι δρόμοι της φωτιάς» Στην Άνω Πόλη, στην Πλατεία Μουσχουντή, εκεί από όπου λέγεται ότι ξεκίνησε η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, ο κόσμος άρχισε γύρω στις 5.30 να συγκεντρώνεται κατά δεκάδες. Γρήγορα έγιναν εκατοντάδες. Το θεατρικό δρώμενο ξεκίνησε λίγο μετά τις 6. Επαγγελματική δουλειά, προσεγμένες ενδυμασίες, αυθεντικά μουσικά κομμάτια της εποχής με αναφορές στους Έλληνες, Εβραίους και Οθωμανούς, που κατοικούσαν τότε στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη και το θορυβώδες drone, που κατέγραφε το δρώμενο από ψηλά, δεν κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή όσων παρακολουθούσαν. Ανάμεσα τους κάποιοι δάκρυσαν, πολλοί περισσότεροι συγκινήθηκαν, όλοι χειροκρότησαν στο τέλος.
Μόλις ολοκληρώθηκε το θεατρικό δρώμενο οι συγκεντρωμένοι -που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί- άρχισαν να κατηφορίζουν προς στην οδό Εδέσσης, στην περιοχή του κέντρου της Θεσσαλονίκης, που γλύτωσε από τη μήνη της πυρκαγιάς. Μεγάλη Παρασκευή θύμιζε το σκηνικό της μαζικής καθόδου των ανθρώπων, τα κεριά στα χέρια τους μόνο έλειπαν… Στην οδό Εδέσσης, στην Πλατεία Εμπορίου, ο κόσμος συνέρρεε κατά ομάδες. Εκεί παιδάκια ζωγράφιζαν φλόγες να ξεπηδούν από σπίτια, βιολιά έπαιζαν από το μπαλκόνι κτιρίου που διασώθηκε από την πυρκαγιά το γραμμένο εκείνη την εποχή tango la Cumparcita και ένα πλήθος παράλληλων δρώμενων συνέθετε την εικόνα της πόλης στην πυρά.
Λίγο μετά τις 8 το βράδυ ο κόσμος που συγκεντρώθηκε στην Πλατεία Εμπορίου ξεκίνησε να κατευθύνεται προς την πεζοδρομημένη παραλιακή Λεωφόρο Νίκης. Εκεί ενώθηκε με εκείνους που είχαν περάσει μία βόλτα από τα Βοροινά, στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης, όπως μπορούσε να μυρίσει κανείς και στην ατμόσφαιρα, με τα διάχυτα αρώματα του κρασιού. Σαν όλη η πόλη να είχε συγκεντρωθεί σε έναν δρόμο, σαν να μην είχε μείνει κανείς σπίτι του… Η προτελευταία στάση έγινε στη Λεωφόρο Νίκης, στον αριθμό 63, εκεί όπου το 1917 σταμάτησε η πυρκαγιά, μετά από 32 ώρες που είχε κάψει την πόλη.
Πάνω στο κτίριο φωτίστηκε ένας μεγάλος χάρτης της πυρκαγιάς και ηθοποιοί αφηγήθηκαν γεγονότα και μαρτυρίες για την πορεία της, καθώς και το όραμα του Εμπράρ για την αναγέννηση της πόλης. Λίγο πριν τις 10 το βράδυ ξυλοπόδαροι ντυμένοι με κοστούμια εποχής και μπάντες οδήγησαν τον κόσμο στην τελευταία στάση, στην Πλατεία Αριστοτέλους, ενώ φωτιές άναψαν και μέσα στη θάλασσα, πάνω σε πλοία. Στην Πλατεία είχε στηθεί -μεταφερμένη από τη ΔΕΘ όπου εκτέθηκε τις προηγούμενες ημέρες- μία τεράστια μακέτα του παραλιακού μετώπου της Θεσσαλονίκης του 1917.
Τα φώτα έσβησαν και καπνοί και φλόγες ξεπήδησαν πίσω από τη μακέτα, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θέαμα. Τη στιγμή της αναπαράστασης της καύσης του παραλιακού μετώπου της Θεσσαλονίκης, η μπάντα του Γ’ Σώματος Στρατού έπαιζε το «Μακεδονία Ξακουστή». Σε πολλούς η επιλογή φάνηκε αταίριαστη, άλλους τους ενθουσίασε και άλλους απλώς δεν τους εξέπληξε. Κάπως έτσι, άλλωστε, ήταν και είναι και η Θεσσαλονίκη: Ταιριαστή και αταίριαστη, πολύχρωμη και γκρίζα, πολύβουη αλλά και πολύφωνη, μία πόλη που αγαπά την ιστορία αλλά και τις ιστορίες, μία πόλη των φαντασμάτων, όπως την είδε ο Μαζάουερ.