Ο Πάμπλο Νερούδα έφυγε από τη ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου του 1973. Ήταν Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα.
Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας και των Κομμουνιστικών του πεποιθήσεων.
Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου…
Πάμπλο Νερούδα
“Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν (σ.σ. μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λένιν το 1952 και το Νόμπελ το 1971), κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου”
Απόσπασμα από τα 20 ερωτικά ποιήματα
Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.
Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.
Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή
όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ
μες στα δυο μου τα χέρια.
Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ
από τότε που εγώ σε αγάπησα.
Άσε να σε ξαπλώσω σ’ ένα στρώμα
από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.
Ποιος είν’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου
με ψηφία καπνού στ’ αστέρια του Νότου?
Εγώ είμ’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου
με ψηφία καπνού στ’ αστέρια το Νότου!
Άσε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν
προτού ν’ ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.
Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος
και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.
Ο ουρανός είναι μι’ απόχη φίσκα ως απάνου
με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.
Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.
Και τότε η βροχή εγυμνώθη.
Πουλιά πετάνε πετούμενα.
Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.
Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.
Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του
και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα
και ξελύνει τ’ άραγμένα στ’ ουρανού το μώλο.
Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.
Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς
στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.
Επάνω μου να ‘ρθεις να κουλουριαστείς
σα να σ’ έχουνε σκιάξει.
Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ’ τα μάτια σου
ήσκιοι,
ξένοι, παράδοξοι.
Και τώρα, τωραδά, εδώ,
μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,
γι’ αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.
Σην ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει
σφαγιάζοντας πεταλούδες
εγώ σ’ αγαπάω,
κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά
τα δαμάσκηνα του στόματός σου.
Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει,
ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.