Φεύγοντας ο Αύγουστος που είναι ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και της Παναγίας με τα πολλά φρούτα, ο καιρός μας φέρνει, καθώς γυρίζει, το Σεπτέμβρη, το μήνα του Σταυρού, που προμηνύει τον ερχομό του χινόπωρου με τις δροσερές του αύρες και τα πρωτοβρόχια. Από το έμπα του κιόλας, ο Σεπτέμβρης σε μερικά μέρη της πατρίδας μας και ειδικότερα στη Δυτική Μακεδονία, ρίχνει τα πρώτα τα νερά τα “πρωτοβρόχια”, πάνω στο διψασμένο χώμα της γης, σκορπώντας χαρά και συλλογή στους ζευγάδες, άλλοτε γεωργούς μας με τα βόδια και τα άλετρα και τώρα με τα τρακτέρ και τα γεωργικά τους μηχανήματα.
Ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί….(…)
Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή γιορτή της χριστιανοσύνης και ο λαός μας τη φυλάει και τη γιορτάζει με ιδιαίτερη θρησκευτική προσήλωση και πίστη.
Εκείνο όμως που κάνει τον μήνα Σεπτέμβριο να ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους μήνες της χρονιάς και να γίνεται ποθητός στο λαό μας, είναι ο τρύγος:
Αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ’ αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή λες κι από κάθε βάτον,
οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει,
πράσινη απλώνεται η φυτειά κι οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές μαυρολογούν, γυαλίζουν.
Στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπ’ ανατέλλει,
σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κι εκείνες.
Κι οι περγουλιές απλώνονται στα δίπλατα κρεβάτια,
και στην πυκνή τους χλωρασιά και στο βαθύ της ίσκιο,
την ιδρωμένη αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν.
Την αργατιά που ολημερίς, όλο τρυγάει κι απλώνει.
Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέσει ο ήλιος
Πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να δροσερέψει ο κάμπος.
Έτσι με τα παραπάνω, τα τόσα γλυκά και όμορφα λόγια, τραγούδησε τον τρύγο ο πολυστέναχτος Ηπειρώτης ποιητής Κώστας Κρυστάλλης και καθόλου μα καθόλου δεν είχε άδικο γι’ αυτό το ποιητικό του δημιούργημα, γιατί στ’ αλήθεια ο τρύγος είναι ένα αληθινό πανηγύρι δουλειάς, που ξεφαντώνει κυρίως τις τελευταίες μέρες του τρυγητή Σεπτέμβρη, που για μας τους Δυτικομακεδόνες, και Βοϊώτες και Γερμανιώτες, ο τρύγος των αμπελιών συντελείται κυρίως τον Οκτώβρη μήνα, γι’ αυτό θεωρούμε ως τρυγητή αυτό το μήνα, γιατί τότε ωριμάζουν τα σταφύλια.
Θυμάμαι απ’ την παιδική μου ηλικία πως γινόταν ο τρύγος στα χωριά του Βοΐου εκείνα τα χρόνια. Πριν φτάσει η ώρα του τρύγου γινόταν η σχετική προετοιμασία. Οι αμπελουργοί είχαν έτοιμα όλα τα σύνεργα όπως τα κρασοβάρελα, τα σχετικά πατητήρια, τα ξύλινα καλάθια κ.λ.π. Σαν έφτανε η μέρα του τρύγου, απ’ τα βαθιά κιόλας χαράματα ξεκινούσαμε για τ’ αμπέλια με τραγούδια και χαρές. Όλο το χωριό ήταν ανάστατο. Γέμιζαν οι δρόμοι από φορτιάρικα ζώα κι ανθρώπους και την ώρα που ο Αυγερινός αναβόσβηνε στη γαλανόχρυση αγκαλιά τ’ ουρανού, όλοι σχεδόν βρισκόμασταν μέσα στα κατάμεστα σταφυλοφόρα αμπέλια και αρχίζαμε τον τρυγητό με χαρές, γέλια και τα σχετικά τραγούδια. Νέοι, γυρτόκορμες γριούλες, μεσόκοποι άνδρες, γέροι, λυγερόκορμες κοπελιές, παιδιά, όλοι τρυγούσαμε κόβοντας με ειδικά μαχαίρια τα γινωμένα μαυροκόκκινα και ξανθοκόκκινα γλυκά σταφύλια, ήτοι μοσχοστάφυλα, ροδίτες, κρασοστάφυλα και άλλα. Άλλοι γέμιζαν τα μικρά καλάθια, άλλοι άδειαζαν τα μικρά σε μεγαλύτερα κοφίνια (κοσιώρες), άλλοι τα φόρτωναν στα ζώα και τα πήγαιναν στο σπίτι για πάτημα προκειμένου να βγάλουν το γλυκό και μυρωδάτο μούστο πίνοντας και τραγουδώντας.
Κυρίως όμως κατά τη διάρκεια του τρύγου, άκουε κανείς μέσα στ’ αμπέλια που ήταν σκορπισμένη η εργατιά, τα παρακάτω δημοτικά μας τραγούδια:
Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,
για δεν ανθείς για δεν καρπείς, σταφύλια για δε βγάζεις;
Μου χάλασες παλιάμπελο κι εγώ θα σε πουλήσω.
Μη με πουλάς αφέντη μου κι εγώ σε ξεχρεώνω.
Για βάλε νιους και σκάψε με, γέρους και κλάδεψε με.
Βάλε γριές μεσόκοπες, να με βλαστολογήσουν.
Βάλ’ και κορίτσια ανύπαντρα, να με κορφολογησουν!
ή το:
Μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά
να κι ο νοικοκύρης που ’ρχεται κοντά
κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε… Και άλλα…
Κατά το απομεσήμερο, οι τρυγητές σταματούσαν για λίγο το ζηλεμένο και κουραστικό τους έργο και κάθονταν κάτω στη σκιά των δέντρων για να γευτούν και να φάνε τη νόστιμη πίτα και τα καλομαγειρεμένα φαγητά της νοικοκυράς:
Σαν έρθει η ώρα η καλή και δείξ’ ο γήλιος γιόμα,
στο πιο πυκνόφυλλο δεντρί που ’χει παχύ τον ίσκιο,
στρογγυλοκάθονται σιμά σε χορταρένια τάβλα
και τρων περίσσια φαγητά και διπλοξανασαίνουν…”
και μετά την ξεκούραση σηκώνονταν και συνέχιζαν τον τρυγητό μέχρι το σούρωπο πολλές φορές.
Έτσι με το μάζεμα και το πάτημα των σταφυλιών τέλειωνε κάθε φορά και ο τρύγος, αυτό το μεγάλο πανηγύρι των αμπελουργών, που τους έδενε τόσο πολύ με την αστείρευτη παραδοσιακή μας κληρονομιά.
Αναδημοσίευση απ’ το βιβλίο του Ζήση Ε. Χασιώτη, Οι δώδεκα μήνες στην ελληνική μας λαογραφία, εκδ. Βοϊακής Εστίας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 222-226.