Μιλάμε συχνά για τα μυθιστορήματα που καταπιάνονται με την ελληνική κρίση, προσπαθώντας να ρίξουν φως στις αιτίες οι οποίες οδήγησαν στο ξέσπασμά της.
Και στη Γαλλία, όμως, όπου η κρίση είχε και έχει πολύ λιγότερες συνέπειες, οι συγγραφείς δεν μένουν αδιάφοροι για όσα την προετοίμασαν ή και την εξέθρεψαν.
Αυτό τουλάχιστον δείχνει το μυθιστόρημα του Φρανσουά Ρου (Francois Roux) «Η ακαθάριστη εθνική ευτυχία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Μανώλη Πιμπλή.
Η ιστορία του Ρου είναι η ιστορία τεσσάρων φίλων που ξεκινάει το 1981, την ημέρα κατά την οποία ο Φρανσουά Μιτεράν αναλαμβάνει την εξουσία, φουσκώνοντας τα όνειρα πολλών νέων (και όχι μόνον αυτών) της εποχής. Και μπορεί οι τέσσερις φίλοι να ονειρεύονται πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, αλλά ο συνδετικός τους κρίκος είναι ένας και μοναδικός: η σφοδρή, ακόρεστη επιθυμία για επιτυχία. Ο Τανγκί θέλει να γίνει επιχειρηματίας, ο Ροντόλφ επιδιώκει να μπει στην πολιτική στο πλευρό των Σοσιαλιστών ενώ ο Πολ άλλο δεν έχει στον νου του από το κυνήγι του ομοφυλόφιλου έρωτα. Πιο συγκρατημένος, ο Μπενουά θα μείνει κοντά στους ανθρώπους του χωριού του και στη φύση.
Όταν η αφήγηση θα μετακινηθεί στον χρόνο για να ξαναβρεί την παρέα των τεσσάρων το 2009, τα πάντα θα είναι τα ίδια και ταυτοχρόνως πολύ διαφορετικά. Οι επιθυμίες αποτελούν πλέον πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα δεν είναι ούτε τόσο ευτυχισμένη ούτε τόσο ευοίωνη όσο θα φανεί αρχικά. Ο επιτυχημένος επιχειρηματίας Τανγκί θα προδοθεί από μια σοβαρή αρρώστια η οποία έρχεται να τον βασανίσει, ο διακεκριμένος σοσιαλιστής βουλευτής Ροντόλφ θα βουτηχτεί μέχρι τον λαιμό στην πολιτικολογία και στα σκάνδαλα, ο λάτρης του ελεύθερου έρωτα Πολ θα βυθιστεί στη μοναξιά και ο πιστός του χωριού και της φύσης Μπενουά θα εξαρτηθεί από το ξένο χρήμα.
Είναι φανερό πως η ώρα του κοινού λογαριασμού έχει καταφτάσει κι έχει πολύ πικρή γεύση. Οι τέσσερις φίλοι αρχίζουν να αναρωτιούνται για το τι είναι όντως αυτό που έφταιξε. Η ευθύνη για την αποτυχία και την κατάρρευση είναι ατομική ή ανήκει και στη δημόσια σφαίρα, αποκαλύπτοντας μια κοινωνία που πίστεψε σε απαστράπτουσες πλην απατηλές και ως εξορισμού φτενές αξίες; Κι είτε συμβαίνει το ένα είτε το άλλο, ποιο ακριβώς καταλήγει να είναι μετά από όλα αυτά το νόημα της ζωής και κατά πόσο μπορεί να πιστέψει κανείς στην ευτυχία και τις υποσχέσεις της;
Οι απαντήσεις δεν είναι ποτέ εύκολες ή μονόδρομες και ο Ρου δεν βιάζεται να αποκαθηλώσει τους πρωταγωνιστές του, για τη ζωή και τα παθήματα των οποίων δείχνει τεράστια κατανόηση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η πλοκή, που εντοπίζει τις παθογένειες της Γαλλίας σε όλα τα επίπεδα (από την πολιτική, την οικονομία και τη δημόσια διοίκηση μέχρι την καθημερινότητα), δείχνει χωρίς περιστροφές τον κεντρικό υπεύθυνο. Η απόλυτη εμπορευματοποίηση και η επιδίωξη του κέρδους έναντι παντός αντιτίμου κατέστρεψαν στον ίδιο βαθμό δικαίους και αδίκους, οδηγώντας σε μια νοοτροπία που επέτρεψε συχνά στους ανθρώπους να στραφούν κατά του εαυτού τους και να χάσουν, νωρίτερα ή αργότερα, όλα τα ουσιαστικά κεκτημένα τους.