Mε φόντο την τεταμένη πολεμική ατμόσφαιρα, το φόβο των στρατιωτών και τη φρίκη της εμπόλεμης ζώνης ο Christopher Nolan αφηγείται μια από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο λόγος για τη Μάχη της Δουνκέρκης, τη σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις της Ναζιστικής Γερμανίας και των στρατευμάτων της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βελγίου. Η μάχη έλαβε χώρα στα τέλη Μαΐου του 1940 στη Δουνκέρκη, το βορειότερο λιμάνι της Γαλλίας, στο Στενό της Μάγχης. Αποτελεί σταθμό στην πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα έχοντας νικηθεί και περικυκλωθεί από τις γερμανικές δυνάμεις, κατάφεραν τελικά να διαφύγουν, φθάνοντας στην Αγγλία μέσω θαλάσσης, μετά από μικρή παύση των εχθροπραξιών. Μια κρίσιμη στρατιωτική δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών κατάφερε να σωθεί την τελευταία στιγμή και μπόρεσε να στελεχώσει τις επόμενες επιχείρησεις των συμμάχων στα μέτωπα του Δευτέρου Παγκοσμίου.
Ο Arthur D. Divine ήταν ένας από εκείνους που επανδρώσαν τα σκάφη που έκαναν τη διάσωση και έχει καταθέσει τη συγκλονιστική ιστορική μαρτυρία του, η οποία δημοσιεύεται στο eyewitnesstohistory:
“Ήταν ο πιο περίεργος στόλος (σημ: αναφέρεται στα μικρά σκάφη που έσπευσαν για τη διάσωση), επανδρωμένος με κάθε είδους Άγγλο. Ο αριθμός δεν ξεπερνούσε τους δύο άνδρες σε κάθε βάρκα. Υπήρχαν τραπεζίτες και οδοντίατροι, οδηγοί ταξί και ιστιοπλόοι, φορτοεκφορτωτές, μηχανικοί, αλιείς και δημόσιοι υπάλληλοι. Ήταν ακόμα σκοτάδι πριν φύγουμε από την από την ακτή της Αγγλίας. Σύντομα μέσα στο σκοτάδι τα μεγάλα σκάφη άρχισαν να μας προσπερνούν. Βρισκόμασταν σε μια σκοτεινή λωρίδα κυκλοφορίας, γεμάτη από παράξενες σκιές και ανεξήγητα κύματα που δημιουργούσαν τα μεγαλύτερα σκάφη.
Όταν τα αντιτορπιλικά περνούσαν, τα απόνερα δημιουργούσαν σοβαρό πρόβλημα στα μικρότερα πλοία. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περάσουμε μέσα από τα κύματα και να προσευχηθούμε για το καλύτερο. Αλλά πριν από ακόμα πέσει το απόλυτο σκοτάδι, είχαμε δει τις λάμψεις από τις φωτιές της Δουκέρνης και όσο πλησιάζαμε η πλεύση γινόταν πιο ευκολότερη, γιατί μπορούσαμε να κατευθυνθούμε από αυτές και να δούμε τα σχήματα των άλλων πλοίων που επέστρεφαν στην πατρίδα ή τις σκιές των εχθρικών βαρκών.
Στη συνέχεια, τα αεροσκάφη άρχισαν να ρίχνουν. Σε όλη τη διαδρομή ακούγαμε τους ήχους των πυροβολισμών και των βομβαρδισμών, που αυξανόταν σταδιακά καθώς πλησιάζαμε. Το ίδιο συνέβαινε και με τις φωτιές. Από τις μικρές λάμψεις ξαφνικά έβλεπες τεράστιες φωτιές που δημιουργούσαν ένα σύννεφο καπνού στην ατμόσφαιρα.
Καθώς πλησιάζαμε στη Δουκέρνη ήταν σε εξέλιξη εναέρια επίθεση εναντίον των αντιτορπιλικών και για λίγη ώρα η νύχτα έγινε μέρα από τις εκρήξεις των βομβών και τα βλήματα στο αέρα. Στο βάθος η σκοτεινή παραλία με τους άνδρες, που ανά διαστήματα φωτιζόταν από τις φωτιές και τις εκρήξεις αποτελούσε ιδανικό στόχο για αεροπλάνα (σημ: των ναζί), αλλά τα μεγάλα σύννεφα καπνού αποτελούσαν και μια πολύ χρήσιμη καλυψη.
Όταν φτάσαμε η εικόνα που αντίκρισα θα παραμείνει για πάντα βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου. Τεράστιες ουρές σοκαρισμένων και εξαντλημένων ανδρών, που προσπαθούσαν να μαζέψουν λίγη δύναμη για να μετακινηθούν από τους αμμόλοφους μέχρι τα ρηχά νερά που βρίσκονταν οι βάρκες και διμοιρίες που χάνονταν για πάντα στα νερά την ώρα των εκρήξεων. Προτεραιότητα είχαν οι άνδρες με τα υψηλότερα αξιώματα, σύμφωνα με τη διαταγή του υπολοχαγού.
Τα μικρά σκάφη, παλαντζάροντας από το μεγάλο βάρος, μετέφεραν τους άνδρες από την παραλία στα μεγάλα πλοία. Έπειτα, οι στρατιώτες επιβιβάζονταν στα μεγάλα πλοία, όπου σημείωναν τα ονόματα τους σε λίστες. Και υπήρχαν ατελείωτες ορδές στρατιωτών που ξεπρόβαλαν κάθε τόσο από τους αμμόλοφους για να ακολουθήσουν την ίδια διαδικασία.
Στην παραλία υπήρχε ένα αντιτορπιλικό που βομβαρδίστηκε και κάηκε. Στις όχθες της θάλασσας έβλεπες εγκαταλελειμμένα ασθενοφόρα. Υπήρχε πάντα ένα κόκκινο φόντο, το κόκκινο της Δουκέρνης που καιγόταν. Δεν υπήρχε νερό για να ελέγξουν τις πυρκαγιές, ούτε υπήρχαν άνδρες για να τις σβήσουν. Παντού κυριαρχούσε το κόκκινο χρώμα από τις εκρήξεις, τα βλήματα, τις φωτοβολίδες και τα όπλα.
Όλο το σκηνικό θύμιζε κόλαση. Η βοή ήταν εκκωφαντική. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον ήχο από τις βόμβες που έπεφταν. Ακόμη και στον ουρανό υπήρχε πολύ φασαρία από τον θόρυβο των πολυβόλων και των πτώσεων των αεροπλάνων. Δε μπορούσαμε να μιλήσουμε κανονικά καμία στιγμή, εξαιτίας του θορύβου. Όλοι αποκτήσαμε το “Dunkirk throat”, ένα σύμπτωμα που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων όσων βρίσκονταν εκεί.
Ωστόσο, μέσα από όλο το θόρυβο, θα θυμάμαι πάντα τις φωνές των υπεύθυνων, καθώς έστελναν τους άντρες τους στις βάρκες, όπως και την εκπληκτική πειθαρχία των ανδρών. Είχαν αγωνιστεί τρεις ολόκληρες εβδομάδες κατά τη φάση της υποχώρησης, πολλές φορές χωρίς διαταγές και εφόδια. Πολλές φορές τα σχέδια απέτυχαν ή ομάδες στρατιωτικών ξεχάστηκαν. Πολλοί επέζησαν για μέρες χωρίς νερό και φαγητό. Όμως παρέμειναν πειθαρχημένοι, κατάφεραν να είναι σε τάξη όταν μαζεύτηκαν στην παραλία και να υπακούσουν σε όλες τις εντολές που τους δόθηκαν για τη μεταβίβασή τους στα πλοία.
Μείναμε εκεί μέχρις ότου όλοι να σταλούνε πίσω και να στη συνέχεια ψάξαμε για όσους είχαν ξεμείνει πίσω. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, μία έκρηξη κατέστρεψε ένα από τα μεταγωγικά μας πλοία δίπλα στο μόλο. Έχει χτυπηθεί κατευθείαν στους λέβητες και εξερράγη σχεδόν αμέσως. Τότε υπήρχαν περίπου 1.000 Γάλλοι στο μόλο. Τους είδαμε να βγαίνουν μέσα από τις φλόγες. Είχαν μπει στο σκάφος για να γλιτώσουν από τις εκρήξεις. Ήταν το πιο τραγικό πράγμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
Γυρνώντας πίσω, τα βομβαρδιστικά μας πολιορκούσαν σε όλη τη διαδρομή, αλλά τελικά δεν μας χτύπησαν αν και βρέθηκαν σε θέση επίθεσης πάνω από τρεις φορές. Λίγο νοτιότερα, προς το Gravelines, συναντήσαμε μια βάρκα με Γάλλους και τους πήραμε μαζί μας στο καράβι. Ανησυχούσαν με την κατάσταση του πλοίου μας και υποστήριζαν ότι η επιστροφή στην Αγγλία με ένα τέτοιο καράβι ήταν σχεδόν αδύνατη και πολύ επικίνδυνη”.