«Παναγίτσα μου,
μεθαύριο θα γιορτάσουμε πάλι την ημέρα σου. Θα είναι μία ακόμη από τις σπάνιες φορές που θα πάω στην εκκλησία. Θα σε κοιτάξω στα μάτια και θα ψάχνω για πάντα εκείνο το κοίταγμά σου, εκείνο που συνέβαινε στην εκκλησία του χωριού και που ήμουνα σίγουρη πως ήτανε μόνο για μένα. Όπου και να στεκόμουνα ένοιωθα εκείνη την επαφή, και αυτό με γέμιζε με βεβαιότητα και μια απέραντη σιγουριά πως «όλα θα πάνε καλά».
Αλλά τότε ήμουνα μόνο δεκάξη χρονών και τα κορίτσια σ αυτήν την ηλικία -το ξέρεις- πως είναι ατρόμητα. Αργότερα φοβήθηκα πολύ, είχα πια μεγαλώσει, κατέκτησα χαρές, λύπες, αμαρτίες, έρωτες, απογοητεύσεις, προδοσίες, φιλίες και αγάπη. Η αγάπη, όπως και εσύ Παναγίτσα μου είναι ενικού αριθμού, με αυτήν την μοναδικότητα που είναι καθαρή, διάφανη και σιωπηλή και που ευτυχώς κατάφερα να διασώσω στην καρδιά μου. Μεθαύριο που θα σου ανάψω κεράκι, σε αυτήν την μοναδικότητα θα προσευχηθώ, θα ικετέψω την χάρη της να συνεχίσει να γεμίζει την ζωή μου και την ζωή αυτών των θαυμάσιων όντων, των ανθρώπων, όσων αγαπάμε και όχι μόνο αυτών.
Είναι καλοκαίρι, και αυτός ο μήνας που οι άνθρωποι διαλέξανε να σε γιορτάζουν αποτελεί ένα δώρο για τα όντα αυτού του πλανήτη. Ο ήλιος καίει τις πλάτες και τα μέτωπα, το φώς γεμίζει με την δόξα του τις ημέρες και οι νύχτες είναι χλιαρές και γεμάτες γιασεμί, αγιόκλημα και μουσική. Στις γαλάζιες θάλασσες, χτυπάει η καρδιά του κόσμου. Μπαίνουν οι άνθρωποι σκονισμένοι και βγαίνουνε καινούργιοι, έχουν πετάξει μέσα της κάθε τι που τους βασανίζει και αυτή, σαν μεγάλη μητέρα Παναγίτσα μου, τους χαϊδεύει τις πληγές και τους γεμίζει τον νου με ανακουφιστικές σκέψεις και εμπνευσμένες ιδέες.
Γι’ αυτό σου λέω, μεθαύριο που θα σε κοιτάξω πίσω από το χλωμό φως που θα κρατάω στο χέρι μου, χάρισέ μου για μια ακόμη φορά εκείνο το ανανεωτικό βλέμμα της εφηβείας μου, κάνε την θνητότητά μου ικανή να επαναπροσδιορίζεται, και άσε τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης να γίνονται ανεκτά μέσα από την σπουδαία μας ικανότητα, της διάδρασης μας με όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα, τους ανθρώπους της ζωής μας».
* Η φωτογραφία είναι της Κατερίνας Φωτιάδου