Στον Βόλο γεννήθηκα και εκεί έζησα τα πρώτα μου χρόνια. Την πρώτη φορά που ανέβηκα στο Πήλιο τη θυμάμαι σαν περιπέτεια της παιδικής ζωής μου. Με το Φολκσβάγκεν του πατέρα μου κάναμε μια οικογενειακή μονοήμερη εκδρομή στις Μηλιές. Πρέπει να ήμουν τριών χρονών. Στο γυρισμό, σε κάποια από τις πολλές στροφές, το αυτοκίνητο γλίστρησε και εγώ που συνήθως ήμουν όρθιος στο πίσω κάθισμα ανάμεσα στους γονείς μου, βρέθηκα με το κεφάλι δίπλα από τις ταχύτητες. Κανένας ευτυχώς δεν χτύπησε, όμως μας πήρε κάποια ώρα να βγάλουμε το «σκαραβαίο» ξανά στο δρόμο.
Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πως έπρεπε να μην πούμε τίποτα από αυτά στη γιαγιά, όταν θα επιστρέφαμε στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που έκανα, μόλις είδα τη γιαγιά, ήταν να τραβήξω το σκαμνάκι μου κοντά στην πολυθρόνα που καθόταν και να της εξιστορήσω με το νι και με το σίγμα τα πάντα, με μεγάλο ενθουσιασμό.
Τα χρόνια πέρασαν και ξαναβρέθηκα στο Πήλιο το καλοκαίρι των 20 μου χρόνων, με σλίπιγκ μπαγκ στην παραλία της Πλάκας, δίπλα στον Άη Γιάννη. Ερημική παραλία τότε, με λευκό μικρό βοτσαλάκι, πρασινογάλαζα νερά, δέντρα και μια πηγή με νερό που έφτανε από το βουνό (βάζαμε τα καρπούζια για να παγώσουν). Παράδεισος. Τα βράδια κοιμόμασταν κάτω από τ’ άστρα και χαζεύαμε τη Μεγάλη Άρκτο και τον Πολικό Αστέρα.
Και σήμερα Παράδεισος παραμένει, εδώ που τα λέμε. Όλη μέρα στη θάλασσα και το απογευματάκι βόλτα στα χωριά. Πού να το περιμένω ότι θα παντρευόμουν Πηλιορίτισσα με καταγωγή από το Μούρεσι. Το πιο όμορφο χωριό του Πηλίου (αν δεν έγραφα αυτή τη φράση θα μου κρατούσε μούτρα η γυναίκα μου). Το Μούρεσι είναι απέναντι από τη Χαλκιδική, όταν έχει βοριαδάκι βλέπουμε το Άγιον Όρος με το συννεφάκι του. Οι πλαγιές είναι γεμάτες καστανιές, μηλιές, αχλαδιές, βερικοκιές και συκιές που μοσχοβολούνε καλοκαίρι και οι αυλές είναι γεμάτες τεράστιες ορτανσίες και υπερφορτωμένες γαρδένιες με ξεσηκωτικό άρωμα. Η θάλασσα κάτω είναι μεγάλη και οι παραλίες φιλόξενες και μαγικές. Τα νερά είναι βαθιά και τόπους – τόπους παγωμένα. Κολυμπάς και τα μάτια σου μια αντικρίζουν το πέλαγος και μια τις πράσινες τούφες των δέντρων που φτάνουν χαμηλά ως την ακροθαλασσιά. Τα μονοπάτια που κατηφορίζουν τις πλαγιές είναι βγαλμένα από τους μύθους
με Κένταυρους και Νύμφες.
Η κατάβαση είναι ευχάριστος περίπατος. Βατόμουρα και οπωροφόρα μάς καθυστερούν βάζοντάς μας σε μεγάλο πειρασμό. Υπάρχει όμως και η επιστροφή, η ανηφόρα, που δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση…. Τα βράδια βγαίνουν οι γρύλοι και οι μπάκακες, μεγάλα δυσκίνητα βατράχια που μοιάζουν με προϊστορικά ζώα. Η ησυχία της νύχτας προς τα τέλη Ιουλίου χάνεται για δυο-τρεις μέρες. Είναι το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα και τα όργανα ακούγονται από την πλατεία μέχρι τις μικρές πρωινές ώρες. Άλλες φορές, πάλι, συνήθως τον Αύγουστο με τα μελτέμια, ακούγονται μέχρι ψηλά στο χωριό τα κύματα που σκάνε στα βράχια της Νταμούχαρης. Νταμούχαρη, ένα από τα πιο όμορφα μέρη που έχουν δει τα μάτια μου. Ελιές και λεμονιές φτάνουν μέχρι την παραλία με τις μεγάλες άσπρες πέτρες στο παλιό λιμάνι. Ο χρόνος έχει σταματήσει σαστισμένος από τη γλύκα και την αρμονία. Και τότε σκέφτομαι πως όταν είμαι εδώ, δε μου λείπει τίποτα.
Κάθε φορά που ανεβαίνω στο Πήλιο θυμάμαι τους στίχους του αγαπημένου μου ποιητή Ε.Ε. Cummings «…τώρα τα αυτιά των αυτιών μου ξυπνούν και τώρα τα μάτια των ματιών μου ανοίγουν»
Ίσως γι’ αυτό κάθε φορά που ανεβαίνω, γράφω τραγούδια.