Τέσσερα ρόδα αφέθηκαν από τον Όλυμπο να κυλήσουνε στην Γη, τέσσερα υπέροχα άνθη.
Το πρώτο κύλησε στα πόδια μίας άλκης η οποία το εμάσησε οσονούπω. Τι περίεργη γεύση στο σημερινό χορτάρι, εσκέφθη
Το δεύτερο πήγε και εκαρφώθη στην κόμη μιας εταίρας, που το σεργιάνισε σε όλη την αρχαία αγορά. Ω πόση ομορφιά! είπαν, αδιευκρίνιστα, από μέσα τους όλοι…
Το τρίτο επροσγειώθη επάνω σ έναν ιερό βωμό κι ανέπεμψαν ουρανομήκεις ιαχές και ύμνους γλυκερούς αμέσως οι ιεροφάντες. Ίσως τελικά και να υπάρχουν θεοί, εσκέφθησαν με απροσδόκητη ανησυχία.
Το τέταρτο έπεσε στα χνάρια ενός σπουδαίου κηπουρού ο οποίος έσυρε το δρέπανο του και έσπευσε να αυτοκτονήσει. Ας πάω στους κήπους όπου εμεγάλωσε το τελειούργημα αυτό, με σύνεση περισσή ανελογίσθη.
Εκράτησε στα δάκτυλα του ο Δίας ένα τελευταίο άνθος και το έτεινε στην Ηρα. Μύρισε και πες μου, έλεξε, αν από αυτό νιώσεις καθόλου ευωχία…
Μα είναι γνωστή η γήινη αναισθησία στις επουράνιες ευωδιές τ’ απάντησε αυτή. Την επομένη ράντισε τους άκανθες, πούχουν ιδιότητες πολύ πιο γνώριμες τους!
Λεωνίδας Εκιντζόγλου