Η μικρή νεράιδα τρύπωνε κρυφά στα σπίτια από τις χαραμάδες τους και εκεί χάζευε τους ανθρώπους με θαυμασμό την νύχτα που όλοι τους κοιμούνται. Στα μικρά παιδιά διάβαζε ευχές στα μαλλάκια τους και περιτύλιγε με αστερόσκονη τα όνειρά τους πάνω από τα κλειστά βλέφαρα. Ούτε σε εκείνο το σπίτι την είχαν καλέσει, έτσι ακάλεστη πήγε και τρύπωσε, μόνη της, αυθαίρετα και κρυφά από όλους.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και ακατάστατο, γεμάτο βαλίτσες και πράγματα. Είχε παντού φαντάσματα που είχαν στοιχειώσει το σπίτι από χρόνια, δεν έμενε κανείς πια εκεί. Μια δύναμη του αέρα πάνω σε ένα μικρό συννεφάκι την τράβηξε μέσα στο τελευταίο δωμάτιο, το πιο σκοτεινό από όλα. Εκεί γαντζώθηκε με τα φτερά της πάνω σε ένα παλιό μάλλινο παλτό κρεμασμένο σε έναν ξύλινο καλόγερο.
Σιγά σιγά περνούσε ο καιρός και εκεί έμεινε τέσσερα καλοκαίρια. Γέμισε κι αυτή σκόνη και έχασε την λάμψη της επειδή δεν την έβλεπε πια ο ήλιος. Μαράζωσε στην κρεμάστρα με παρέα τους σκώρους και τις νυχτοπεταλούδες που τις έφερναν τα νέα από την πόλη. Μια μέρα, πέρασε από μπροστά της βιαστικό ένα εργατικό μυρμήγκι που έψαχνε κάτι ψίχουλα από παλιές λειτουργιές.
Την κοίταξε απορημένο που την είδε εκεί, μα εδώ κρύφτηκες, μουρμούρισε… Σε ψάχνουν οι άλλες νεράιδες, τελείωσε το κρυφτό!