Είναι μικρά, τετράγωνα, κίτρινα -κατά κύριο λόγο- και μαγικά. Τα post-it έχουν αλλάξει κυριολεκτικά τη ζωή του ξεχασιάρη. Θα τα βρεις παντού: κολλημένα σε γραφεία για να υπενθυμίζουν τα κρίσιμα ραντεβού, κολλημένα σε βιβλία για να δείχνουν τα σημαντικότερα σημεία ενός κειμένου, μέσα στην τσάντα για τη σημείωση της τελευταίας στιγμής. Όπως και να’χει η αδιαμφισβήτητη πρακτικότητά τους στην καθημερινή ζωή δύσκολα θα μπορούσε να συνδεθεί με το γεγονός ότι τα post-it ήταν μια τυχαία ανακάλυψη της δεκαετίας του ‘70!
Και αν κάποιος πιστέψει ότι αυτό το προϊόν, που είναι γνωστό και χρήσιμο παγκοσμίως, έζησε εποχές δόξας και επιτυχίας στα πρώτα του βήματα, η ιστορία θα τον διαψεύσει. Γιατί το post-it που έφτιαξαν κατά τύχη ένας μηχανικός και ένας ψάλτης έζησε στιγμές αμφισβήτησης και χρειάστηκε σχεδόν 10 χρόνια για να γνωρίσει τη δόξα.
Αυτή είναι λοιπόν η ιστορία του…
Η εφεύρεση του post-it ήταν αποτέλεσμα δύο τυχαίων γεγονότων με πρωταγωνιστές τον Σπένσερ Σίλβερ, που εργαζόταν ως χημικός στην πολυεθνική εταιρεία 3Μ και τον συνάδελφό του Άρθουρ Φράι, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και ψάλτης.
Το 1970 ο Σίλβερ εργαζόταν εντατικά πάνω στη δημιουργία μια δυνατής κόλλας, η οποία θα χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία της Αεροδιαστημικής. Δυστυχώς όχι μόνο δεν κατάφερε να δημιουργήσει το ισχυρό προϊόν που ήθελε, αλλά αντίθετα η κόλλα του ήταν ιδιαίτερα αδύναμη, κάτι που απογοήτευσε τους εργοδότες του. Η κόλλα βέβαια είχε δύο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά: μπορούσε εύκολα να βγει από την επιφάνεια που είχε εφαρμοστεί χωρίς να αφήνει σημάδια και ήταν επαναχρησιμοποιούμενη, καθώς οι μικρόσφαιρες που περιείχε βοηθούσαν να μη λιώνει, να μην σπάει και να μην διαλύεται.
Όσο και αν ο Σίλβερ προσπαθούσε να πλασάρει την εφεύρεσή του στα αφεντικά του, εκείνοι δεν πείθονταν για την εμπορική επιτυχία της κόλλας και έτσι το προϊόν παρέμεινε στο ράφι του εργαστηρίου για αρκετά χρόνια. Ο Σίλβερ δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε τις προσπάθειες προώθησης της κόλλας.
Το 1973 προσέγγισε το νέο διευθυντή του Τζέοφ Νίκολσον και παρουσίασε την καλύτερη πρακτική εφαρμογή της ιδέας του: πρότεινε τη δημιουργία ενός πίνακα ανακοινώσεων στον οποίο θα έμπαινε η κόλλα ώστε όλοι να μπορούσαν να κολλήσουν τα μηνύματά τους. Αν και αυτή η ιδέα του θεωρήθηκε η πιο αξιοπρεπής δεν εκτιμήθηκε ως προσοδοφόρα καθώς οι πωλήσεις τέτοιων πινάκων ήταν ιδιαίτερα χαμηλές.
Αυτό ήταν λοιπόν το πρώτο τυχαίο γεγονός που αργότερα θα οδηγούσε στην εφεύρεση των post-it. Το δεύτερο είχε να κάνει με τον Αρτ Φράι, συνάδελφο του Σίλβερ στο χημικό τμήμα της εταιρείας 3Μ, ο οποίος παράλληλα ήταν και ψάλτης στην ενορία της γειτονιάς του. Ο Φράι αντιμετώπιζε πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα την ώρα που έψαλε: όποτε άνοιγε το βιβλίο με τους ψαλμούς τού έπεφταν τα χαρτάκια που χρησιμοποιούσε ως σελιδοδείκτες και έχανε τη σειρά των ύμνων!
Ο Φράι σκέφτηκε λοιπόν και πρότεινε το εξής στον Σίλβερ και τον Νίκολσον: αντί να βάλουν την κόλλα στον πίνακα ανακοινώσεων να την έβαζαν πάνω στα χαρτάκια που θα κολλούσαν σε αυτόν. Έτσι το πρόβλημά του θα λυνόταν καθώς θα αποκτούσε έναν αυτοκόλλητο σελιδοδείκτη.
Η πρότασή του ήταν ευκολότερη στα λόγια παρά στην πράξη. Και αυτό γιατί στην πρωτότυπη μορφή της η κόλλα δεν έμενε στο χαρτί αλλά στην επιφάνεια που εφάπτονταν. Τότε ήρθαν στο προσκήνιο άλλοι δύο υπάλληλοι της πολυεθνικής: ο Ρότζερ Μέριλ και ο Χένρι Κόρτνεϊ επιφορτίστηκαν με τη δημιουργία μιας καλυπτικής ουσίας που θα έμπαινε στο χαρτί και θα συγκρατούσε την κόλλα πάνω του, μην αφήνοντας υπολείμματά της σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια.
Μετά από πολλές σκέψεις και επιφυλακτικότητα το 1977 η 3Μ αποφάσισε να ρίξει στην αγορά τεσσάρων πόλεων της Αμερικής τα χαρτάκια, που αρχικά είχαν την ονομασία «Press ‘n Peel». Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Κανείς δεν φάνηκε να νοιάζεται ιδιαιτέρως για την πρακτικότητά τους, γεγονός που επιβεβαίωσε την αρχική άρνηση της εταιρείας να τα προωθήσει.
Ένα χρόνο αργότερα η προσπάθεια επαναλήφθηκε. Αυτή τη φορά τα «Press ‘n Peel» δόθηκαν δωρεάν σε καταναλωτές στο Άινταχο, με το 94% αυτών να δηλώνει ότι θα τα χρησιμοποιήσουν. Το 1979 τα χαρτάκια πήραν τη γνωστή σε όλους μας πια ονομασία post-it και το 1980 άρχισαν να πουλιούνται σε όλη την Αμερική, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησαν την αγορά του Καναδά και της Ευρώπης.
«Τα χαρτάκια εξαπλώθηκαν σαν ιός. Ήταν πάντα ένα αυτοδιαφημιζόμενο προϊόν. Δηλ κάποιος το έβαζε πάνω στα έγγραφα που έστελνε σε άλλους, ενισχύοντας την περιέργεια του παραλήπτη. Εκείνοι τα κοίταζαν, τα έβγαζαν από το χαρτί και έπαιζαν και μετά πήγαιναν και τα αγόραζαν» είχε πει ο Φράι. Από την πλευρά του ο Σίλβερ είχε πει ότι όπως όλες οι καινοτομίες έτσι και τα post-it ήταν ένα προϊόν που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο χρήσιμο θα ήταν μέχρι τη στιγμή που το χρησιμοποιούσε.
Πώς επιλέχθηκε όμως, αρχικά, το κίτρινο χρώμα για τα χαρτάκια; Ακόμα και αυτή η επιλογή, όπως και ολόκληρη η εφεύρεση των post-it, ήταν τυχαία.
Μπορεί αρχικά η εταιρεία να είπε ότι το κίτρινο ήταν το χρώμα που έφτιαχνε τη διάθεση των καταναλωτών ή ότι έκανε μεγαλύτερη αντίθεση με το λευκό χαρτί όμως η απάντηση του Νίκολσον είναι αποστομωτική: «Απλά έτυχε».
Όπως είχε εξηγήσει τα post-it έγιναν κίτρινα γιατί το εργαστήριο που ήταν δίπλα στο δικό τους όταν έφτιαχναν τα χαρτάκια είχε διαθέσιμο κίτρινο χαρτί. «Γι’ αυτό έγιναν κίτρινα. Όταν πήγαμε και τους ρωτήσαμε “έχετε άλλο κίτρινο χαρτί;” μας είπαν “αν θέλετε κι άλλο να πάτε να αγοράσετε”. Και αυτό κάναμε γι’ αυτό τα post-it έγιναν κίτρινα. Για μένα ήταν απλά άλλο ένα από αυτά τα θαυμάσια ατυχήματα, έτσι απλά».
Τα post-it χάρισαν στην εταιρεία το 1995 το Εθνικό Βραβείο για Τεχνολογικές Ανακαλύψεις. Σήμερα πωλούνται σε περισσότερες από 100 χώρες και αν και πλέον βγαίνουν σε αρκετά χρώματα και σχήματα, στη συνείδηση των καταναλωτών κυριαρχούν τα κίτρινα τετράγωνα post-it. Σαν αυτά που έχετε δίπλα σας αυτή τη στιγμή…