Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ηθικές αρχές που θέτουν συγκεκριμένα πρότυπα ανθρώπινης συμπεριφοράς και συνήθως προστατεύονται ως νόμιμα δικαιώματα κατά το εθνικό και διεθνές δίκαιο. Θεωρούνται ως «κοινώς αντιλαμβανόμενα αναπαλλοτρίωτα θεμελιώδη δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησής του, απλώς και μόνο επειδή είναι ανθρώπινο ον». Αυτά περιλαμβάνουν αστικά και πολιτικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, την ελευθερία σκέψης και έκφρασης, καθώς και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Στα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνονται, επίσης, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τροφή, το δικαίωμα στην κατοικία, την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση και το δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα, λοιπόν, θεωρούνται διεθνή (εφαρμόζονται και ισχύουν παντού) και διαφυλάττουν την ισότητα. Το δόγμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει επηρεάσει καταφανώς το διεθνές δίκαιο καθώς και τα εθνικά συντάγματα, τις πολιτικές των κρατών και τη δράση μη-κυβερνητικών οργανισμών κι αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της δημόσιας τάξης ανά τον κόσμο. Κατά την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «αν ο δημόσιος διάλογος εν καιρώ ειρήνης στην παγκόσμια κοινότητα διαθέτει κοινή ηθική γλώσσα, είναι αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Στην Ελλάδα τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 4 έως 25), αλλά και στο Αστικό Δίκαιο (άρθρα 281-286).
Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν, ισχύει όμως σε αυξημένο βαθμό σήμερα, στη μεταβιομηχανική κοινωνία της πληροφορίας. Με αυτήν την εργασία γίνεται μία προσπάθεια να επιτευχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πλήρης αποσαφήνιση του θεμελιώδους αυτού συνταγματικού δικαιώματος.
Το Ελληνικό Σύνταγμα του 1975 με την αναθεώρηση του 2001 στα άρθρα 4-25 κατοχυρώνει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Ειδικότερα στο άρθρο 14 παρ.1 αναφέρει ότι «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους», θεσπίζοντας την ελευθερία της έκφρασης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το ζήτημα των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης στα πλαίσια των λεγόμενων «ειδικών σχέσεων εξουσίασης». Σχετικά έχει κριθεί ότι το άρθρο 14 του Συντάγματος εφαρμόζεται και για τους δημόσιους υπάλληλους, πολιτικούς, στρατιωτικούς, ή και αστυνομικούς, σε σχέση όμως με την άσκησή του από αυτούς είναι θεμιτοί όχι μόνο οι γενικοί περιορισμοί τους οποίους ο νόμος (ιδιαίτερα ο ποινικός) επιβάλλει σε κάθε πολίτη, αλλά και ειδικότεροι περιορισμοί. Αυτοί ωστόσο πρέπει να δικαιολογούνται από τη φύση της υπαλληλικής σχέσης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή και να μην αναιρούν στην ουσία το δικαίωμα και τη γενικά αναγνωρισμένη έκταση της εφαρμογής του. Τέτοιο ανεπίτρεπτο περιορισμό συνιστά και η εξάρτηση της άσκησης του δικαιώματος από προηγούμενη άδεια της προϊσταμένης ή άλλης αρχής.
Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι δεν μπορεί να θεμελιώσει πειθαρχικό παράπτωμα από τον υπάλληλο (εννοείται ακόμη και κατά την άσκηση των καθηκόντων του) γνώμης αντίθετης από εκείνη της προϊστάμενης του αρχής ή της κυβέρνησης, εφόσον αυτή χαρακτηρίζεται από «αντικειμενικότητα» (τούτο πάντως πρέπει να εκληφθεί ότι αφορά το ύφος και όχι το περιεχόμενο της γνώμης). Ανεπίτρεπτη κριτική υφίσταται μόνο όταν η διατύπωση της γνώμης γίνεται με ύφος οξύ και εριστικό και με τη μορφή αντιδικίας προς τη δημόσια αρχή. Παραπέρα ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να κάνει χρήση της ιδιότητάς του για να διαδίδει τις ιδέες του, ούτε να επηρεάζεται από τις πολιτικές πεποιθήσεις του ίδιου ή των ενδιαφερόμενων κατά την υπηρεσιακή ρύθμιση των υποθέσεών τους και οφείλει ιεραρχική υποταγή στην κυβέρνηση. Ωστόσο εκτός υπηρεσίας δικαιούται να εκφράζεται ελεύθερα, σεβόμενος μόνο την επιβαλλόμενη από την ιδιότητά του υποχρέωση διακριτικότητας απέναντι των τρίτων και του κράτους.
Ως προς τους στρατιωτικούς τέλος το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει, κατά την άσκηση της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας, ότι είναι αντισυνταγματική η γενική απαγόρευση έστω και απλής κατοχής και ανάγνωσης μέσα στις μονάδες τους κάθε φύσης πολιτικών εντύπων και εκδόσεων που μπορούν να κλονίσουν την πειθαρχία ή έχουν αντιστρατιωτικό περιεχόμενο. Αργότερα ωστόσο υπαναχώρησε από τα οποία μπορούν να κλονίσουν την πειθαρχία και όσων δεν μπορούν.
Την πειθαρχία πάντως δεν μπορεί να την κλονίσει η «κατά μόνας» ανάγνωση ή η απλή κατοχή εντύπων, αλλά μόνο η επιδεικτική τυχόν προβολή τους. Το ίδιο βέβαια θα ήταν δυνατό να συμβεί, ίσως κατά μείζονα λόγο, με την προβολή και «συζήτηση» επί του περιεχομένου π.χ. Αθλητικών εντύπων. Άρα η σχετική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 π. δ. 130/1984 (Στρατιωτικός Κανονισμός 20-1) είναι απρόσφορη και μη αναγκαία και συνεπώς θα έπρεπε να θεωρηθεί αντισυνταγματική. Ως τέτοια θεωρήθηκε πάντως πιο πρόσφατα η απαγόρευση στους δόκιμους αστυφύλακες να εισάγουν και διαβάζουν μέσα στη Σχολή τους έντυπα γενικά μη σχετιζόμενα προς τα διδασκόμενα μαθήματα . Προβληματική είναι και η συνταγματικότητα της κατά το άρθρο 25 π. δ. 130/1984 γενικής απαγόρευσης της έκφρασης των στρατιωτικών σε ζητήματα πολιτικού περιεχομένου και της κάθε μορφής δήλωσής τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι αντίκειται τόσο στο άρθρο 14 Συντ. όσο και στο άρθρο 10 Ε.Σ.Δ.Α. η επιβολή κυρώσεων σε στρατιωτικούς για την εκ μέρους τους άσκηση κριτικής, όταν αυτή δεν έχει αντικειμενικά δυσμενείς επιπτώσεις στη στρατιωτική πειθαρχία, όπως συνέβαινε κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος Σ.Π.Κ..
H ελευθερία της έκφρασης ως ύψιστο συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό και ατομικό δικαίωμα, όπως διαφαίνεται στα οικεία κεφάλαια που ασχολούνται με το ζήτημα της στάθμισης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης με την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και με την ελευθερία του τύπου, περιέχει και αξιολογική επιταγή συγχρόνως που ανάγεται στη διατήρηση της και όχι απλά στην απόκτηση και την κατά τη δεδομένη στιγμή απόλαυση της. Εφόσον διασφαλίζεται, αποτρέπει αντικειμενικά, εμποδίζει ή περιστέλλει την πάντα ενδεχόμενη αυθαιρεσία των ασκούντων την οποιαδήποτε κρατική ή και ιδιωτική εξουσία, όπως άλλωστε ισχύει και για όλα τα αμυντικά δικαιώματα με διαπροσωπική ενέργεια. Για αυτόν τον λόγο, επομένως, υποστηρίζεται ότι ο δείκτης φιλελευθερισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία συνδέεται άρρηκτα με το βαθμό που κατοχυρώνονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, τις οριοθετήσεις και τους περιορισμούς τους, τα οποία αντανακλούν τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές δομές, τους ταξικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς, τις ιδεολογικές αρχές και αξίες που δημιουργούνται, διαδίδονται, κυριαρχούν στη συνείδηση των ανθρώπων σε δεδομένες ιστορικές συγκυρίες.
Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης αποδεικνύει, συμπερασματικά, ότι το ελληνικό Σύνταγμα προστατεύει, εκτός από τη σωματική υπόσταση του ατόμου, και την πνευματική του υπόσταση αποδίδοντας μεγάλη σημασία στις «ιδέες», οτιδήποτε, δηλαδή, μπορεί να χαρακτηριστεί αναφορά του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως σκέψη, αντίληψη, κρίση, γνώμη.
Του Φωτίου Μπάτζιου, Αντιπροέδρου της Ένωσης Στρατιωτικών Περιφερειακής Ενότητας Καστοριάς