Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας αλήτης. Αλήτης; Ποιος είπε ότι ήταν αλήτης; Αφού αυτός κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη έβλεπε έναν φιλόδοξο νέο, εντάξει λίγο ακατάστατο, αλλά αλήτη δεν μπορείς να τον πεις. Μα δεν έκανε τίποτα αλήτικο. Ίσα ίσα που προσπαθούσε να γίνει ολοένα και καλύτερος. Μπερδεύτηκε όμως γιατί η ρετσινιά του είχε κολλήσει. Ήταν αλήτης, όσο κι αν προσπαθούσε.
Δεν κατάλαβε πως όσο προσπαθούσε, τόσο πιο αλήτης γινόταν. Όσο πίστευε πως θα κάνει την υπέρβαση, σαν πετσί κολλούσε η ταμπέλα του αλήτη πάνω του. Σαν βδέλλα. Δεν είχε φίλους, δεν είχε παρέα, δεν είχε σύντροφο. Ψέματα λένε πως τους αλήτες τους αγαπάνε περισσότερο. Αυτός ένιωθε πιο μόνος από ποτέ. Ήταν τόσο βαθιά η μοναξιά του, σαν ανεπούλωτη πληγή. Ένα βαθύ χαράκωμα, που κανένα ρούχο δεν έκρυβε.
Μια μέρα εκεί που περπατούσε συνάντησε ένα φίδι. Δεν τρόμαξε. Το παρατηρούσε. Κανένα φίδι δεν είναι δυνατότερο από έναν αλήτη. Άλλωστε οι αλήτες δεν είναι και μάγκες ταυτόχρονα; Τελικά τι ήταν; Αλήτης ή μάγκας; Με τούτα και με εκείνα, το φίδι τον πλησίασε.
«Φύγε από δώ παλιόφιδο» του είπε και έψαξε γύρω του για κάτι αιχμηρό να το σκοτώσει.
«Γιατί με διώχνεις μωρε;» του λέει το φίδι, «τι σου έκανα;».
Ξαφνιάστηκε ο αλήτης, τα ‘ χασε. «Ποιος είναι» λέει. «Τι ποιος είναι; Εγώ, ο μελλοθάνατος, αν συνεχίσεις να ψάχνεις καμιά πέτρα να μου κοπανήσεις». Σαστισμένος, που ένα φίδι του μιλούσε, σταμάτησε το ψάξιμο.
«Γιατί σκιάχτηκες;» του λέει το φίδι.
«Γιατί είσαι ένα φίδι» του λέει, «και τα φίδια είναι κακά».
«Ποιος το είπε;».
«Όλοι το λένε.»
«Κι επειδή το λένε όλοι σημαίνει πως είμαι κακό;»
«Δεν είσαι μόνο κακό, σχεδόν σατανικό είσαι».
«Άλλο πάλι και τούτο. Ποιος λέει αυτές τις αηδίες;»
«Μα σου λέω όλοι το λένε. Όλοι σε φοβούνται. Είσαι δηλητηριώδες. Το δάγκωμά σου μπορεί να σκοτώσει. Είσαι αλλόκοτο. Σέρνεσαι στο έδαφος».
«Τώρα τα λες καλά, λέει το φίδι. Δεν φοβούνται το δηλητήριό μου. Αυτό σπάνια το χρησιμοποιώ. Μονάχα όταν χρειάζεται να προστατευτώ. Ξέρεις τι φοβάται ο κόσμος σε εμένα; Το γεγονός πως είμαι διαφορετικός. Γιατί δεν φοβούνται τα πουλιά; Γιατί έχουν πόδια. Γιατί δεν φοβούνται τα σκυλιά, τις γάτες; Γιατί ολα σε κάτι μοιάζουν με τους ανθρώπους. Εγώ δεν θυμίζω τίποτα από τους ανθρώπους. Σέρνομαι όπως είπες, το δέρμα μου είναι παγωμένο, ελαστικό, έχω δηλητήριο, είμαι αθόρυβο. Το στόμα μου, τα δόντια μου όλα είναι διαφορετικά. Μήπως τα άλλα ζώα δεν μπορούν να γίνουν επικίνδυνα; Όλοι μπορούν. Και εσείς οι άνθρωποι και εμείς τα ζώα. Μας τρομάζει όμως περισσότερο όταν κάτι είναι τόσο διαφορετικό από εμάς».
Κάθισε σκεπτικός ο αλήτης, και το φίδι συνέχισε.
«Για κοίτα εσένα. Τώρα σκεφτόσουν πόσο μόνος νιώθεις, πως κανείς δεν σε κάνει παρέα, πως είσαι ένας αλήτης έτσι δεν είναι;».
Έγνεψε διστακτικά αλλά καταφατικά ο αλήτης και το φίδι αμείλικτο συνέχισε.
«Σε λένε αλήτη γιατί επέλεξες να είσαι διαφορετικός. Δεν τους ταίριαξες και σε χαρακτήρισαν. Τους χαλάς την ησυχία κάθε φορά που οι ριζοσπαστικές σου ιδέες γίνονται πράξη. Σε λένε αλήτη γιατί δεν συμμορφώνεσαι με αυτά που έχουν αποφασίσει από πριν για εσένα. Και ξέρεις πιο είναι το χειρότερο; Πως δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι που κάνεις την επανάστασή σου. Έμεινες με τη ρετσινιά προσπαθώντας να τη βγάλεις από πάνω σου, χωρίς να καταλάβεις πως είναι πλεονέκτημα. Μα τη δύναμη του κεραυνού, μην τολμήσεις να αμφισβητήσεις τον εαυτό σου, τις δυνάμεις σου, τις δεξιότητές σου. Μη ξεγελαστείς και πειστείς πως εσύ κάνεις λάθος επειδή η εικόνα σου δεν ταίριαξε σε αυτό που περιμένουν από εσένα. Αυτό είναι επικίνδυνο. Κανένα δηλητήριο. Κανένα δάγκωμα. Να αμφισβητείς τον εαυτό σου. Να πιστέψεις πως θα έπρεπε να είσαι κάποιος άλλος. Αυτό είναι».
Βασίλης Κιοσσές
Μικρές ιστορίες για μεγάλους
Μικρές ιστορίες για μεγάλους
*Ο αλήτης και το φίδι ακούστηκε πρώτη φορά στο TEDxUniversityOfIoannina στις 6/5/2017, στην ομιλία με τίτλο “Μεταξύ δύο κόσμων”.