Από τον 18o αιώνα και τους αγωνιστές εναντίον του δουλεμπορίου στη Βρετανία, μέχρι το κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Αφροαμερικανών του 20ου αιώνα και τις σημερινές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, το μποϊκοτάζ αποτελεί ένα ευρέως γνωστό τρόπο διαμαρτυρίας είτε για κοινωνικοπολιτικούς λόγους είτε ως μέθοδος ακτιβισμού κατά του καταναλωτισμού. Ποια είναι, όμως, η ιστορία του μποϊκοτάζ; Από πού προήλθε ο όρος που εδώ και αιώνες εκφράζει την αντίθεση και την αποδοκιμασία; Επιμέλεια: Μικαέλα Κόλλια
Η ιστορία του Μπόικοτ
Η λέξη μποϊκοτάζ πρωτοεμφανίστηκε στο Αγγλικό λεξικό κατά τη διάρκεια του ιρλανδικού «Πολέμου της Γης» και προέρχεται από το όνομα ενός Βρετανού στρατηγού, του Τσαρλς Κάνινγκχαμ Μπόικοτ. Η ιστορία του Μπόικοτ ξεκινά να παρουσιάζει ενδιαφέρον με την αποστράτευσή του, το Μάιο του 1874, όταν νοίκιασε για 53 χρόνια την περιουσία του Λόρδου Ερν στην πόλη Κάουντυ Μάγιο της Ιρλανδίας, επειδή εκείνος είχε εξοστρακιστεί από το ιρλανδικό σωματείο γης. Οι ευθύνες του περιελάμβαναν την είσπραξη ενοικίων από τους αγρότες που μίσθωναν κομμάτια της γης ενώ, παράλληλα, το προσωπικό του αποτελούνταν από ντόπιους εργάτες, αχθοφόρους, αμαξάδες και υπηρέτες.
Ο Τσαρλς Μπόικοτ
Η αγγλική καταγωγή, σε συνδυασμό με τη σκληρότητα και την υπεροψία του γαιοκτήμονα, έπλεξαν μια ιδιαίτερα κακή φήμη στους κύκλος των Ιρλανδών αγροτών. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Tζόυς Μάρλοου, η κοσμοθεωρία του Μπόικοτ συνοψιζόταν στην αντίληψη ότι, «τα αφεντικά έχουν θεϊκή δύναμη και δίκιο, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψιν τα συναισθήματα και τις απόψεις του λαού». Παρ’ όλο που σε διάφορες πηγές ο ίδιος ο Μπόικοτ αναφέρει ότι διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους ενοικιαστές της γης του, είχε επιβάλλει μια σειρά από σκληρούς κανονισμούς και τεράστιο πρόστιμα τα οποία δυσχέραιναν τη ζωή των αγροτών αλλά και τη σχέση του με αυτούς.
Η καθοριστική ρήξη με το Σωματείο Αγροτών
Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1880, όταν οι αγρότες ζήτησαν μείωση ενοικίων εξαιτίας της χαμηλής παραγωγής του έτους. Αν και αρχικά ο λόρδος Ερν δέχθηκε να προσφέρει 10% μείωση, το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους ξέσπασαν διαμαρτυρίες γιατί αρνήθηκε να προβεί σε περαιτέρω μείωση. Τότε ο Μπόικοτ προσπάθησε να κάνει έξωση σε 11 αγρότες. Σε απάντηση των εξώσεων, η Ένωση Αγροτών που μαχόταν υπέρ το δίκαιου και σταθερού μισθώματος και του ελεύθερου εμπορίου, αποφάσισε να απέχει από τις εργασίες που αφορούσαν το σπίτι και τα χωράφια του γαιοκτήμονα.
Μάλιστα, ο Τσαρλς Στιουαρτ Πάρνελ, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας αγροτών και ηγέτης του Ιρλανδικού Εθνικιστικού Κόμματος, τόνισε ότι χωρίς προσφυγή στη βία, οι ενοικιαστές θα έπρεπε να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με εκείνους που αρνήθηκαν το αίτημά τους για χαμηλότερα ενοίκια. Έτσι, παρ’ όλες τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν όσοι δέχθηκαν να απέχουν, ο Μπόικοτ βρέθηκε στην απομόνωση. Ακόμα και οι τοπικοί επιχειρηματίες σταμάτησαν να διαπραγματεύονται μαζί του ενώ ο ταχυδρόμος αρνιόταν να παραδώσει την αλληλογραφία του.
Ο ίδιος ο Μπόικοτ, ανίκανος να βρει νέους εργάτες, αναφέρει σε γράμμα του στην εφημερίδα Times: «Οι καλλιέργειες μου καταπατούνται, παρασύρονται κατά ποσότητες και καταστρέφονται. Οι κλειδαριές στις πόρτες μου έσπασαν, οι πύλες έχουν ανοίξει διάπλατα, οι τοίχοι έχουν ριφθεί κάτω, και τα αποθέματα έχουν πεταχτεί έξω στους δρόμους. Δε μπορώ να προσλάβω κανένα εργάτη και η καταστροφή δε θα σταματήσει εάν δεν εγκαταλείψω η χώρα. Δε θα αναφερθώ καν στον κίνδυνο για τη δική μου ζωή, η οποία είναι εμφανής σε όποιον γνωρίζει τη χώρα».
Η προσπάθεια διάσωσης των καλλιεργειών
Μετά τη δημοσίευση της επιστολής του Μπόικοτ, ένας ειδικός ανταποκριτής της Daily News, ο Μπέρναντ Μπέκερ, ταξίδεψε στην Ιρλανδία για να καλύψει την κατάσταση του. Σύμφωνα με τον Μπέκερ, η απόχη θα μπορούσε να στοιχίσει 5000 λίρες. Στην αναφορά του προσθέτει ότι ο ίδιος ο Μπόικοτ δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος να του προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία, καθαριότητα ή φαγητό.
Και ενώ όλοι ζητούσαν την απομάκρυνση του από την περιοχή, ο Μπόικοτ δήλωνε ότι δε μπορούσε να εγκαταλείψει την περιουσία του. Η έκθεση του Μπέκερ, που δημοσιεύθηκε στη Daily Express του Δουβλίνου, πρότεινε τη σύσταση ταμείου χρηματοδότησης ώστε να οργανωθεί ομάδα εργατών που θα πήγαινε στο Κάουντυ Μάγιο για να σώσει τις καλλιέργειες του Μπόικοτ. Μεταξύ άλλων, η Daily Express, Daily Telegraph, Daily News, και News Letter πρόσφεραν £ 2000 για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία.
Παράλληλα, ιδρύθηκε στο Μπέλφαστ Ταμείο Αρωγής για τη σωτηρία των καλλιεργειών. Σύντομα, το σχέδιο απέκτησε τεράστια απήχηση, λαμβάνοντας πολλές αιτήσεις συνδρομών. Οι εθνικιστές, που εξέλαβαν την έλευση των αμαξών βοήθειας ως εισβολή, κατήγγειλαν την εκστρατεία για υποκίνηση βίας και πολεμικών συγκρούσεων. Ο Μπόικοτ, φοβούμενος μια πιθανή βίαιη αντίδραση εκ μέρους των αγροτών, δήλωσε τότε, ότι δεν επιθυμούσε τόσους πολλούς εργάτες και ότι 10, 15 άτομα έφταναν ώστε να ασχοληθούν με τη συγκομιδή. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του σωματείου είπε ότι, αν ο στόχος ήταν απλά η συγκομιδή των καλλιεργειών, δεν θα υπήρχε πρόβλημα από τους αγρότες και ότι τα πιο ακραία τμήματα του πληθυσμού είναι που απειλούν την ειρηνική έλευση των αμαξών. Τελικά, αν και δεν έλειψαν οι διαδηλώσεις, η εκστρατεία συγκομιδής στέφθηκε με επιτυχία.
O απόηχος του πρώτου Μποϊκοτάζ
Στις 27 Νοεμβρίου 1880, ελλείψει οδηγού, ο Μπόικοτ και η οικογένειά του εγκατέλειψαν την περιοχή με ένα στρατιωτικό ασθενοφόρο. Αφού οδηγήθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, ταξίδεψαν στο Δουβλίνο όπου ούτε εκεί τους επιφύλαξαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Έτσι, αν και είχαν προγραμματίσει να μείνουν εκεί μια εβδομάδα, συνέχισαν εσπευσμένα το ταξίδι τους για την Αγγλία.
Η λέξη «μπόικοτ»
Το ρήμα μποϊκοτάρω εισήχθη στο Αγγλικό λεξικό από τον Tζον Ο Μάλλευ το Σεπτέμβρη του 1880, πριν η ιστορία του Μπόικοτ γίνει γνωστή. Ο Μάλλευ έψαχνε μια λέξη που να εκφράζει τον εξοστρακισμό ενός γαιοκτήμονα. Όχι τον εξοστρακισμό γενικά αλλά συγκεκριμένα την εκδίωξη κάποιου που κατέχει γη. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Μάρλοου, ο Μάλλευ συνέδεσε την κατάσταση του Μπόικοτ με τον ορισμό της λέξης που έψαχνε και έτσι της έδωσε το όνομά του. Με τα χρόνια, η λέξη συνδέθηκε τόσο με την αποχή από τις εργασίες για χάρη του Μπόικοτ και έτσι, απέκτησε το νόημα που έχει σήμερα.